Χριστόδουλος Καρούτσος - Προεστός του Ακόβου
Προεστός του Ακόβου — Μωραγιάνης του Λεονταριού — Το έθιμο του Κουρμπανιού
Στα 1715 που οι Τούρκοι διώξανε τους Βενετούς από το Μόριά, αρχίζει η δεύτερη περίοδος της Τουρκοκρατίας, «το δεύτερο Τούρκικο» κατά τα λεγάμενα του Θ. Κολοκοτρώνη. Με τους Τούρκους τώρα έγινε η τυραννία των ραγιάδων πιο βαρειά και έτσι άρχισε σιγά σιγά το ξεσήκωμα εκείνων που δεν άντεχαν το βαρύ ζυγό της σκλαβιάς.
Ο Άκοβος -κέντρο του Σαμπάζικου- (Δυτική Φαλαισία-Ανατολική Άμφεια) ήταν την εποχή εκείνη ένα καλά συγκροτημένο χωριό με 70-80 περίπου νοικοκυριά και από τη φυσικογεωγραφική του αυτή θέση ήταν επόμενο να παίξει σπουδαίο ρόλο στη δραστηριότητα της κλεφτουριάς.
Στον Άκοβο έμενε τότε μια πλούσια και δυνατή οικογένεια, των Κάρουτσαίων, που για τη ζωή της εκεί μόνο θρύλοι έφτασαν σε μας.
Μέλος της οικογένειας αυτής, ο Χριστόδουλος Καρούτσος κατοικεί στον Άκοβο κατά τα μέσα του 18ου αιώνα και πέρα από Προεστός του χωριού είναι και Μοραγιάνης της Επαρχίας Λεονταρίου. Ήταν μεγάλος κτηματίας και κτηνοτρόφος, είχε εκατοντάδες στρέμματα καλλιεργήσιμης γης και χιλιάδες στρέμματα βοσκοτόπια, που έφθαναν μέχρι και τη γειτονική Μεσσηνία, νερόμυλους και ακόμη χιλιάδες γιδοπρόβατα. Είχε πολλούς ένοπλους άντρες στη δούλεψή του και είχε βάλει τάξη στο Σαμπάζικο.
Όπως μας λέει η τοπική μας παράδοση, συνδεόταν φιλικά με την οικογένεια των Κολοκοτρωναίων και βρισκόταν σε στενή επικοινωνία μαζί τους καθώς και με τον πρωτοκλέφτη Ζαχαριά Μπαρμπιτσιώτη. Αυτός και οι άνθρωποί του, που είχε εκτός από τον Άκοβο και σε άλλα χωριά της τότε Επαρχίας Λεονταρίου, έδιναν πληροφορίες, τρόφιμα και κρυσφύγετο τόσο στους Κολοκοτρωναίους και στο Ζαχαρία, όσο και στους άλλους κλέφτες που καταδιωκόμενοι από τους Τούρκους κατάφευγαν στο Σάμπάτζικο.
Όμως οι Τούρκοι, γιά το κύρος, τη μεγάλη δύναμή του, αλλά και γιατί «συναγροικιώτανε με τους κλέφτες», τον φθόνησαν και με τέχνη (μπαμπεσιά), όπως λέγεται, τον έπιασαν και τον φυλάκισαν στο Καστέλλο, στο φρούριο του Ναυπλίου. Κατώρθωσε όμως την παραμονή της εκτέλεσής του να δραπετεύσει και κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες να φθάσει στον Άκοβο. Ποιά χρονολογία ακριβώς έγινε αυτό δεν γνωρίζουμε. Την τότε διάσωσή του την απέδωσε σε θαύμα του Αγίου Γεωργίου και γι’ αυτό στη μνήμη του καθιέρωσε το έθιμο «Κουρμπάνι» που θα δούμε πιό κάτω.
Αργότερα, στα 1783 συνελήφθη και πάλι από τους Τούρκους και αφού οδηγήθηκε στο Ναύπλιο εκτελέστηκε με απαγχνονισμό.
Ο Καρούτσος είχε τρεις κόρες, τη Μαριώ που παντρεύτηκε ο Ακοβίτης Γεωργάκης Μεταξάς, τη Σοφία που παντρεύτηκε ο Σταματέλος Τουρκολέκας από το γειτονικό Τουρκολέκα (και οι δυό αυτές παντρευτήκανε πριν από τη σύλληψή του) και την Κατερίνα που αργότερα, στα 1790 παντρεύτηκε ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.
Ο Γέρος του Μόριά λέει στα απομνημονεύματά του: «Έγινα* είκοσι χρονών, υπανδρεύτηκα και επήρα ενός πρώτου Προεστού του Λεονταριού, τον οποίο χάλασε ένας πασάς εις το Ανάπλι».
Γιά τον Καρούτσο, ο ιστορικός συγγραφέας Χρήστος Α. Στασινόπουλος στο βιβλίο του «Νικηταράς» γράφει τα πιό κάτω σχετικά:
«Ο Νικηταράς αναφέρει πως ο προπάππος του ήταν προεστός. Το πιό πιθανό είναι πως μιλάει χιά της μάνας του τον παππού Δημ. Καρούτσο από τον Άκοβο, απόγονο κάποιου άλλου Καρούτσου, που η ζωή του θυμίζει μυθιστόρημα. Κρυμμένος θησαυρός, 29 χρόνια Τούρκικο μπουντρούμι, μαλλιά σαν του προβάτου κ.λ.π. Η μάνα του Νικηταρά είτανε κόρη του Δημητρίου Καρούτσου και την έλεγαν Σοφία. Η αδελφή της Κατερίνη παντρεύτηκε τον Θ. Κολοκοτρώνη, το Γέρο του Μόριά. Έτσι ο Σταματέλος Τουρκολέκας και ο Θ. Κολοκοτρώνης γίνηκαν μπατζανάκηδες»(1)
Είπαμε πιό πάνω, πως ο Καρούτσος είχε μεγάλη κτηματική περιουσία που έφτανε μέχρι τη Μεσσηνία, όπου επεκτεινόταν άλλωστε και η Επαρχία Λεονταρίου. Από τα «ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΑ» Τόμος Η', σελ. 441. «Στατιστικοί ειδήσεις περί Πελοποννήσου», ΤΑΣΟΥ Α. ΓΡIΤΣΟΠΟΥΛΟΥ πληροφορούμαστε πως ο Καρούτσος είχε στην ιδιοκτησία του ένα ολόκληρο χωριό στη Μεσσηνία, τους Ντογατζήδες (2). Παραθέτουμε εδώ τη σχετική παράγραφο που αφορά το χωριό αυτό, όπως απεγράφη στα 1828, από την πολιτογραφική Επιτροπή που είχε ορίσει ο Κυβερνήτης I. Καποδίστριας.
«Ντογατζήδες». Εθνικόν του Ισμαήλη Αχμέτη Πιρόπουλου, Χουσείναγα Πιρόπουλου. Ζευγάρια 10, στρέμματα 700, καλλιεργημένα 500, ακαλλιέργητα 200. Ένας μύλος ιδιόκτητος του Κακίρη, από χωριό Σαντάνι, ένας μύλος του Θοδωρή Καλέμη ιδιόκτητος ερείπιος. Μουριές ρίζες 300, ελιές 40. Ένα σπίτι με 3 στρέμματα χωράφι, μια κάρυά, 2 ελιές ιδιόκτητες των κατοίκων Μιχαλαίων. Ο τόπος ήταν όλος ιδιόκτητος του Χριστοδούλου Καρούτζου και των κατοίκων χωριανών και εις τους 1783 εκρέμασεν εις το Ανάπλιο Βεζίρης τον Χριστόδουλο Καρούτζο και ο Λεονταρίτης Οσουμάναγας Πίρογλους έβαλε την γυναίκα του Χριστόδουλου εις φυλακήν και βιάζων με λησταρχίαν (;) της επήρε της γυναικός το ταπί από τας χείρας της, δίδοντας της γρόσια 500, παρομοίως και των κατοίκων τους το επήρε χωρίς να τους δώσει οβολόν. Ένα σπίτι εθνικόν ερείπιο. Οι αγάδες έπαιρναν τρίτο-γέννημα πινάκια 80. Ο σπαής τζουρούτης εις τον μουτακά Λεονταρίου. Ο δημογέροντας Θεόδωρος Καλέμης».
Τον επόμενο χρόνο οι κληρονόμοι του Καρούτσου, Νικήτας Σταματελόπουλος (Νικηταράς) Ιωάννης Θ. Κολοκοτρώνης (Γενναίος) και Δημ. Καρουτζόπουλος, με το παρακάτω έγγραφο ζητούν από τον Κυβερνήτη την απόδοση σ’ αυτούς του χωρίου Ντογατζήδες. «Σωτ. Ν. Αθανασιάδη. Το έθιμο του «Κουρμπανιού στον Άκοβο - ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ ΑΡΚΑΔΩΝ ΤΗΣ Π.Ο.Ε.».
«Προς τον εξοχώτατον Κυβερνήτην της Ελλάδος.
Εις τον κάμπον της Μεσσηνίας ευρίσκεται ένα μικρόν χωρίον ονομαζόμενον Ντογατζήδες, το οποίον ήτον ιδιοκτησία του πάππου μας Χριστοδούλου Καρούτζου. Ούτος ήτο προεστός επί Τουρκίας εις την επαρχίαν Λεονταρίου, και οι Τούρκοι φθόνω κινούμενοι, τον εκατηγόρησαν εις τον τότε πασά ότι συναγροικείται με τους κλέπτας. Διό ο πασάς τον επροσκάλεσεν εις Ναύπλιον διά να τον εξετάση. Οι Τούρκοι οίτινες τόν διέβαλον, έκαμαν τρόπον και τον εφόνευσεν ο πασάς, και ούτως αυτοί συλλαβόντες την γυναίκα του και φυλακώσαντες αυτήν, την εβίασαν και τοις έδωσε πωλητήριον γράμμα δι’ αυτό το χωρίον και τη εμέτρησαν και γρόσια πεντακόσια. Οι βιάσαντες αυτήν Τούρκοι ωνομάζοντο Πυρραίοι. Ο πάππος μας ήτον από το Άκοβον της επαρχίας Λεονταρίου και μολονότι η υπόθεσις έτρεξε προ σαράντα περίπου ετών, μ ’ όλα ταύτα πολλοί ζώντες την ενθυμούνται και την ομολογούν. Όθεν επειδή το πράγμα έτρεξεν, και ηδικήθη από την τότε τυραννίαν ο πάππος μας, οι υποφαινόμενοι κληρονόμοι του βλέποντες κατά την επιθυμίαν μας ελευθέραν την πατρίδα μας, παρακαλούμεν την Σεβαστήν Κυβέρνησιν να ήθελε να δώσει την άδειαν να το λάβωμεν εις την επιστασίαν μας. Όταν δε λάβη ευκαιρίαν και εξετάση την υπόθεσιν, τότε ας αποφασίση όπως το δίκαιον και οι νόμοι υπαγορεύουν. Βέβαιοι ότι δεν θέλει αποτύχωμεν, μένομεν με σέβας βαθύτατον. Εν Καρυταίνη τη 23 Μαρτίου 1829 οι ευπειθείς πολίται Νικήτας Σταματελόπουλος Ιω. Θ. Κολοκοτρώνης Δημ. Καρουτζόπουλος».
Τα πρόσωπα που υπογράφουν είναι: Ο Νικήτας Σταµατελόπουλος - Νικηταράς, γιος της κόρης του Χριστόδουλου Καρούτσου Σοφίας, ο Ιωάννης (Γενναίος) Θ. Κολοκοτρώνης, γιος της κόρης του Χρ. Καρούτσου Αικατερίνης και ο Δημ. Καρούτζόπουλος κατ' ευθείαν απόγονοι του Χρ. Καρούτζου. Οικογένεια Καρούτσου υπάρχει στη Μεγαλόπολη.
Ο Καρούτσος και το έθιμο του Κουρμπανιού στον Άκοβο
Η γιορτή του Αγίου Γεωργίου στο χωριό μας δεν είναι όπως σε άλλα μέρη μια συνηθισμένη θρησκευτική γιορτή. Ένα παμπάλαιο έθιμο που όμοιο του δεν γίνεται στον Ελλαδικό χώρο, της δίνει μια ιδιαίτερη αξία. Είναι το λεγόμενον «Κουρμπάνι» που σημαίνει θυσία. Πότε ακριβώς και από ποιον καθιερώθηκε δεν μας είναι απόλυτα γνωστό.
Οι γνώμες διχάζονται, άλλοι υποστηρίζουν πως είναι κατάλοιπο της αρχαίας ειδωλολατρικής θρησκείας και άλλοι, οι περισσότεροι, πιστεύουν, το θεωρούν βέβαιο πως καθιερώθηκε από τόν προεστό τού Ακόβου και Μωραγιάνη της Επαρχίας Λεονταρίου Χριστόδουλο Καρουτσο, επειδή εκείνος διωκόμενος από τους Τούρκους σώθηκε από θαύμα του Αγίου Γεωργίου. Εδώ όμως θα αναφερθούμε για λίγο και στην πρώτη περίπτωση, έστω και αν δεν μας φαίνεται σαν πιθανή.
Στα δυτικά του Άκοβου, σε απόσταση 4 χιλιομέτρων από το χωριό κοντά στο εξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου, όπου σήμερα τα όρια των Κοινοτήτων Ακόβου-Αρκαδίας και Βρωμόβρυσης-Αμφείας Μεσσηνίας, ήταν λένε στην αρχαιότητα Ιερό (βωμός) αφιερωμένος στον Ξένιο Δία, όπου εύρισκαν φιλοξενία και άσυλο οι ξένοι και οι καταδιωκόμενοι για οποιοδήποτε λόγο. Ο βωμός λοιπόν αυτός του Ξένιου Δία, μετά την επικράτηση της χριστιανικής θρησκείας έγινε εκκλησία του Αγίου Γεωργίου και συνεχίστηκε έτσι ανά τους αιώνες τό έθιμο, ώστε ανήμερα στη γιορτή του να σφάζεται ένα μοσχάρι, το οποίο προσφέρεται βραστό με ψωμί και κρασί, μόνο στους ξένους προσκυνητές.
Στην θέση του κτίστηκε αρχές του 20 αιώνα μια μεγαλύτερη εκκλησία.
Είπαμε πιο πάνω ότι, την πρώτη φορά ο Καρούτσος κατώρθωσε την παραμονή της εκτέλεσής του να δραπετεύσει από το Ναύπλιο και ύστερα από μυθιστορηματικές συνθήκες να φθάσει στον Άκοβο. Η τοπική λαϊκή μας παράδοση λέει τα εξής:
Οι Τούρκοι μόλις αντιληφθήκανε την απόδραση του Καρούτσου τέθηκαν αμέσως σε καταδίωξή του και πήραν μαζί τους και κυνηγετικά σκυλιά. Όπως ήταν επόμενο τα σκυλιά τον εντόπισαν και άρχισαν να γαυγίζουν, δίνοντας έτσι το σύνθημα στους Τούρκους στρατιώτες, οι οποίοι και κατευθύνθηκαν προς το μέρος τους. Ο Καρούτσος τότε διωκόμενος από τα λαγωνικά των Τούρκων βρέθηκε μπροστά σ' ένα μεγάλο δέντρο, ανέβηκε απάνου και «χώθηκε» μέσα στον κουφαλερό κορμό του. Τα σκυλιά περιέζωσαν τον κορμό του δέντρου και γαύγιζαν συνεχώς, όπως κάνουν όταν βρίσκουν το κυνήγι. Ο Καρούτσος έκανε τότε την προσευχή του και παρακάλεσε τον Άγιο Γεώργιο να τον σώσει από τους Τούρκους. Στο μεταξύ έφτασαν επί τόπου και οι άνδρες του Τούρκικου αποσπασμάτος και άρχισαν να ερευνούν με επιμέλεια τη γύρω από το δέντρο περιοχή. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή πήγε απάνου στο δέντρο, μέσα στον κορμό του οποίου ήταν κρυμμένος, χωμένος μάλλον ο Καρούτσος, και κάθησε ένας κόρακας. Εδώ πρέπει να διευκρινήσουμε, πως η τρύπα του κορμού του δέντρου ήταν ορατή μόνο από το απάνου μέρος πράγμα που φυσικά δεν ήταν δυνατό να φανταστούν οι Τούρκοι. Ο Καρούτσος στην κρίσιμη εκείνη στιγμή ακούοντας έξω τους Τούρκους έκανε το «τάμα» του, δηλαδή άμα σωθεί να προσφέρει θυσία στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου ένα μοσχάρι, ψωμί και κρασί, για να φάνε όλοι οι ξένοι προσκυνητές.
Οι στρατιώτες Τούρκοι μετά την άκαρπη έρευνά τους στο σημείο εκείνο του δέντρου, αποφάσισαν να φύγουν για να συνεχίσουν την καταδίωξη του δραπέτη Καρούτσου και φώναξαν τα λαγωνικά τους να τους ακολουθήσουν. Εκείνα όμως επέμεναν γαυγίζοντας και δεν εννούσαν να απομακρυνθούν, οπότε ο επικεφαλής αξιωματικός είδε στην κορυφή του δέντρου τον κόρακα που είπαμε πιό πάνω, και όπως ήταν φυσικό σαν κυνηγός που ήταν υπόθεσε και δικαιολογημένα, πως η επιμονή των σκυλιών οφειλόταν στον κόρακα. Αμέσως τον πυροβόλησε και ο κόρακας κατέπεσε στο έδαφος νεκρός. Στη θέα του σκοτωμένου κόρακα τα σκυλιά ηρέμησαν και οι Τούρκοι ανεχώρησαν για άλλη περιοχή προς καταδίωξη και σύλληψη του Καρούτσου!
Υποστηρίζεται ακόμη από πολλούς, πως ο Τούρκος Αξιωματικός οργισμένος καθώς ήταν για την καθυστέρηση που έγινε εξ αιτίας των σκυλιών και του κόρακα και που είχε όπως πίστευε σαν αποτέλεσμα να «διαφύγει» ο καταζητούμενος Καρούτσος, εσκότωσε εκτός από τον κόρακα και τα σκυλιά του. Δεν μας είναι γνωστό το σημείο της διάσωσης του Καρούτσου. Άλλοι λένε, πως το περιστατικό που αναφέραμε συνέβηκε στην περιοχή του Αγίου Γεωργίου Ακόβου και άλλοι σε άλλη άγνωστη τοποθε¬σία, ανήμερα όμως της γιορτής του Αγίου Γεωργίου.
Πάντως ο Καρούτσος πίστεψε πως η διάσωσή του οφειλόταν σε θαύμα και σαν σημαδιακό θεώρησε το γεγονός ότι κατά την διάρκεια της προσευχής του πήγε και κάθησε στην κορυφή του δέντρου ο κόρακας, ο οποίος έγινε η αιτία να αποπροσανατολιστούνε οι Τούρκοι και έτσι να διασωθεί, τήρησε το τάμα του στον Άγιο Γεώργιο και έτσι κάθε χρόνο έσφαζε το μοσχάρι και πρόσφερε το κρέας του βραστό με ψωμί και κρασί στους ξένους προσκυνητές και που δεν είχαν συγγενικό δεσμό με Ακοβίτη, δεν κατάγονταν δηλαδή από τον Άκοβο.
Όταν ο Καρούτσος μετά από χρόνια, στα 1783, συνελήφθη και πάλι από τους Τούρκους και εκτελέστηκε από τον πασά του Αναπλιού, το τάμα του το ανέλαβε το χωριό και συνεχίζεται από τότε κάθε χρόνο χωρίς καμιά διακοπή. Έτσι όλοι οι ξένοι προσκυνητές που πηγαίνουν στον Άκοβο στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου παίρνουν μια μερίδα βραστό μοσχάρι, ψωμί και κρασί.
Πώς τρεφόταν το μοσχάρι για το Κουρμπάνι
Τα παλιά χρόνια, το μοσχάρι που θα έσφαζαν για το Κουρμπάνι το αγόραζε η εκκλησιαστική επιτροπή μικρό και το άφηναν ελεύθερο να βόσκει στην περιοχή όπου το ξωκκλήσι του Αγίου. Εκεί κοντά είχαν χτίσει και ένα μικρό καλύβι για το σταυλισμό του. Κανείς δεν εμπόδιζε το «ιερό ζώο» από του να βόσκει όπου ήθελε, απεναντίας μάλιστα όλοι οι Ακοβίτες το θεωρούσαν εύνοια του Αγίου και σημάδι για καλή σοδειά, αν το μοσχάρι βοσκούσε στα χωράφια τους.
Τα τελευταία όμως χρόνια το μοσχάρι το αγοράζει η Επιτροπή μεγάλο, λίγες μέρες πριν του Αγίου Γεωργίου.
Γιατί οι Ακοβίτες δεν τρώνε κουρμπάνι, θρύλοι και παραδόσεις
Είδαμε πιό πάνω πως ο Καρούτσος καθόρισε με το τάμα του να τρώνε από το Κουρμπάνι μόνο οι ξένοι προσκυνητές και αυτοί εφόσον δεν είχαν συγγενειακό δεσμό με Ακοβίτη, ή σωστότερα εφόσον δεν κατάγονταν από τον Άκοβο, αυτοί, οι σύζυγοι και τα παιδιά τους.
Η παράδοση μας λέει πως ήταν βαρειά η τιμωρία σ’ εκείνους που αψήφισαν το έθιμο και έφαγαν κουρμπάνι και ότι ο Άγιος Γεώργιος ακόμη δεν συγχωρεί τη παράλειψη του χωριού να συνεχίσει το τάμα του Καρούτσου. Μερικά ζωντανά περιστατικά που τα θυμούνται και τα διηγούνται οι παλιότεροι Ακοβίτες επιβεβαιώνουν το θρύλο. Όσοι δηλαδή Ακοβίτες επιχείρησαν να φάνε ή έφαγαν το απαγορευμένο γι’ αυτούς Κουρμπάνι έπαθαν κακό και το οποίο αποδώθηκε στην παραβίαση του εθίμου.
Πώς άντιμετωπίζονται τά έξοδα γιά τό Κουρμπάνι
Την ημέρα της γιορτής, στο εξωκκλήσι του Αγίου Γεωργίου ανοίγεται από την εκκλησιαστική επιτροπή ερανικός κατάλογος και οι Ακοβίτες προσφέρουν την εισφορά τους, ανάλογα με τα έξοδα αγοράς του μοσχαριού. Προσφέρουν ακόμη ψωμί και κρασί που θα δοθούν όπως είπαμε στους ξένους με το βραστό κρέας, καθώς και από λίγο αλάτι που θα βάλουν στο κρέας. Και οι ξενητεμένοι Ακοβίτες συμμετέχουν και αυτοί στη δαπάνη του εθίμου και αποστέλλουν χρηματικά ποσά στην επιτροπή.
Το δέρμα του μοσχαριού πουλιέται με δημοπρασία και τα έσοδά του κατατίθενται υπέρ της εκκλησίας. Κοντά στο εξωκκλήσι έχει χτιστεί ένα μικρό χτίριο όπου βράζεται το μοσχάρι και το οποίο μετά τη θεία λειτουργία διανέμεται στους ξένους με απόλυτη τάξη.
Όσοι λοιπόν ξένοι βρεθούν στον Άκοβο στη γιορτή του Αγίου Γεωργίου, πέρα από την πατροπαράδοτη φιλοξενία των Ακοβιτών που θα τύχουν, θα πάρουν στο εξωκκλήσι του Αγίου από μιά μερίδα μοσχαρίσιο κρέας βραστό, ψωμί και κρασί.
Υποσημειώσεις στο κείμενο
(1) Οι έγγονοι του Καρούτσου αναφέρουν στο έγγραφο σαν κύριο όνομά του το «Χριστόδουλος».
(2) Σήμερα συνοικισμός της Κοινότητος Φιλία Μεσσηνίας. Πληροφορία θεοδώρου Κουρούση.