Η Μάχη της Δραμπάλας
ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ — ΙΜΠΡΑΗΜ ΠΑΣΑΣ
Μετά τη μάχη στο Μανιάκι, την 20ην Μαϊου 1825, ο Ιμπραήμ πασάς της Αιγύπτου έγινε κύριος όλης της Μεσσηνίας και προετοιμαζόταν από την Καλαμάτα για να προχωρήσει στην Κεντρική Πελοπόννησο, όπου έλπιζε να καταλάβει χωρίς μάχη την Τριπολιτσά και το Άργος.
Και δικαιολογημένα πίστευε πως θα έκανε έναν απλό περίπατο, αφού προηγούμενα, στη Σφακτηρία, στο Κρεμμύδι και στο Μανιάκι νίκησε τα Ελληνικά στρατεύματα, όπου έπεσαν εκεί ηρωικά μαχόμενοι πολλοί Έλληνες, ανάμεσα στους οποίους και οι διαπρεπείς αγωνιστές, Αναγνωσταράς, Σαχίνης, Τσαμαδός, Παπαφλέσσας, Κεφάλας, ο Ιταλός κόμης Σανταρόζα και άλλοι.Τον Άκοβο, τις ημέρες εκείνες, τον σκίαζε βαρύ πένθος και θλίψη. Ο Γιώργης Πουλόπουλος και άλλοι Ακοβίτες που σώθηκαν στο Μανιάκι, έφεραν τα μαύρα μαντάτα. Ο Γιαννάκης Μεταξάς, αρχηγός 30 Ακοβιτών που πολέμησαν στο πλευρό του Παπαφλέσσα σκοτώθηκε εκεί.
Αλλά και πριν τη μάχη στο Μανιάκι, από τις 11 Μάίου όπου το Νιόκαστρο παραδόθηκε στον Ιμπραήμ και τα Ρουμελιώτικα στρατεύματα ανεχώρησαν για τη Στερεά, φόβος και τρόμος είχε απλωθεί σ’ όλο το Μόριά. Οι εξογκωμένες διαδόσεις και φήμες, όπως συνήθως γίνεται σε παρόμοιες περιπτώσεις, ξεπέρασαν κάθε λογικό όριο. Έφερναν τον Ιμπραήμ και το στρατό του, τους «Αράπηδες», σαν δράκοντες και τέρατα. Ήταν πια βέβαιο πως οι ορδές του θα κατάκλυζαν και θα ρήμαζαν την ελληνική γη, που με τόσους αγώνες και θυσίες είχε στο μεταξύ απελευθερωθεί. Και το χειρότερο, το μήνυμα αυτό του κακού άρχισε να ξεπερνά το Μόριά και να φτάνει και στην άλλη Ελλάδα.
Τότε οι τρομοκρατημένοι Μοραΐτες ζητούσαν επίμονα την απελευθέρωση του κρατουμένου στην Ύδρα Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, από τον οποίο έλπιζαν τη σωτηρία τους. Η κυβέρνηση του Ναυπλίου μπροστά στη λαϊκή κατακραυγή, αλλά και αφού δεν είχε, τις δύσκολες εκείνες στιγμές άλλο τρόπο να αντιδράσει στον Ιμπραήμ, απελευθέρωσε τον Κολοκοτρώνη και τον διόρισε γενικό αρχηγό της Πελοποννήσου.
![]() |
Η Μάχη της Δραμπάλας. Έργο του Σωτήρη Τζαμουράνη. |
Οι Έλληνες οχυρώνονται στο Δερβένι-Μακρυπλάι. Ο Ιμπραήμ αλλάζει τα σχέδιά του.
Ο Γέρος μετά την απελευθέρωσή του, την 18ην Μαϊου, ανέβηκε γρήγορα στην πατρίδα του την Αρκαδία και έκανε το κάθε τι που ήταν τότε από τα πράγματα δυνατό να γίνει, για να αναχαιτίσει τον προελαύνοντα Ιμπραήμ. Η βροντερή και αγαπητή φωνή του αντήχησε και πάλι σ’ ολόκληρο το Μόριά και έδωσε παρηγοριά κι’ ελπίδα στους Μοραΐτες.
Μαζί με τον Κανέλλο Δεληγιαννη, τον Δημήτριο Πλαπούτα, τον Κων/νο Μαυρομιχάλη, τον Τσόκρη, τον γιο του Γενναίο και άλλους αρχηγούς έφτασε στο Λεοντάρι. Μετά Την γρήγορη συγκρότηση στρατεύματος πιάνει τα Δερβένια και Μακρυπλάι, επίκαιρες θέσεις στα όρια Μεσσηνίας-Αρκαδίας. Οι Έλληνες οχυρώνονται και αναμένουν τον Ιμπραήμ. Είναι αισιόδοξοι και ελπίζουν πως και αυτή τη φορά θα σωθεί ο τόπος, όπως και επί της εποχής του Δράμαλη.
Δυστυχώς όμως, στην κρίσιμη για την Ελλάδα εκείνη ώρα, εμφανίζεται ο «Εφιάλτης». Ένας Τούρκος Λεονταρίτης, σκλάβος στην Πολιανή, μαθαίνει τις κινήσεις των Ελλήνων, τρέχει στην Καλαμάτα, συναντά τον Ιμπραήμ και του λέει: «Εγώ ηξεύρω ένα τόπο να πάμε από τες πλάτες, να ανεβούμεν εις τον απάνω Κάμπο». Και όπως ήταν επόμενο ο Ιμπραήμ αλλάζει τα σχέδιά του. Αντί να προχωρήσει προς τα Δερβένια-Μακρυπλάι όπου τον περίμεναν οι Έλληνες, ανεβαίνει την απέναντι από τον Άκοβο Σιρόκα, περιοχή πάνω από τη σημερινή Άμφεια και τον Άγριλο προς την Πολιανή. Αλλά στο σημείο αυτό ας δούμε τι λέει στα απομνημονεύματά του ο Θ. Κολοκοτρώνης:
«Εγώ έπιασα τα Δερβένια, επέρασα και από το Λεοντάρι, έφτιασα φούρνους, δια να κουβαλούν τροφάς, εις το Δερβένι έφτιασα Ταμπούρι δυνατό δια να το πολεμήσουν. Αυτός (ο Ιμπραήμ) είχε κατασκόπους και είδε ότι ήθελε να περάσει από τα Δερβένια με χαλασμό. Ένας Τούρκος Λιονταρίτης, σκλάβος εις την Μπολιανήν, ήταν φευγάτος εις τον Ιμπραΐμη, είπε: «Εγώ ηξεύρω ένα τόπο να πάμε από τες πλάτες, να ανεβούμεν εις τον απάνω Κάμπο». Έτσι εγώ, μην ηξεύροντας ότι θα περάσει από εκείνο το μονοπάτι, όπου εγώ δεν έλπιζα ποτέ, όμως με παρεκίνησε ότι οι Μεσσήνιοι ήταν τραβηγμένοι εις τα βουνά, και εκίνησα να πιάσω εκείνην την θέσιν οπού επέρασε».
Εδώ Θα πρεπει να σημειώσουµε, πως ο Ιμπραήμ, µολονότι είχε πολυάριθμο στρατό με τακτική οργάνωση και σύγχρονη -για την εποχή- τεχνική κατάρτιση και ο ίδιος αναµφισβήτητα ήταν γενναίος και έµπειρος στρατηγός, απέφυγε να οδηγήσει τα στρατεύματά του στο Δερβένι και να αντιπαραταχθεί και να αναμετρηθεί με τις υπό τον Θ. Κολοκοτρώνη Ελληνικες δυνάµεις, αλλά επροτίμησε να τις παρακάμψει, από μεγάλη µάλιστα απόσταση και να προχωρήσει για την Τρίπολη, µε πρόθεση, κατα τη γνώμη μας, να αποφύγει να δώσει µάχη.
Ο Θ. Κολοκοτρώνης στον Άκοβο. Ομιλία του στους Ακοβίτες.
Όμως ο Θ. Κολοκοτρώνης δεν έµεινε αδρανής. Μόλις έμαθε την αλλαγή των σχεδίων του Ιμπραήμ δεν κάμφθηκε, ούτε επεδίωξε να αποφύγη την αναμέτρηση μαζί του, αντίθετα πήρε τη μεγάλη απόφαση να οχυρωθεί και να τον αντιμετωπίσει στη Δραμπάλα. Ακόµη θα προσθέσουμε πως η συγκρότηση αξιόμαχου στρατεύµατος µέσα σε 15 ημέρες περίπου, αφότου απελευθερώθηκε από την ΄Υδρα θα πρέπει να θεωρηθεί μεγάλο επίτευγμα.
Σαν γνώστης της περιοχής, που ήταν, είχε ζήσει δώδεκα ολόκληρα χρόνια στον 'Ακοβο, κατάλαβε πως μόνο εκεί µπορούσε πλέον να αντιµετωπίσει το µεγάλο αντίπαλό του Για τα στενά της Σιρόκας δεν ήταν δυνατό να γίνει λογος γιατί δεν υπήρχε ο απαιτούμενος χρόνος. Τα στρατεύµατα του Ιμπραήµ είχαν αρχίσει να ανεβαίνουν, ενώ τα Ελληνικά βρίσκονταν ακόμη µακριά. Για όσους δεν γνωρίζουν την περιοχή, διευκρινίζουμε πως η απόσταση Δερβένι-Σιρόκα είναι 11-12 ώρες με τα πόδια, ενώ Καλαμάτα-Σιρόκα 4 περίπου ώρες. Ο ίδιος ο Θ. Κολοκοτρώνης λεει στα αποµνημονεύματά του:
«Εγώ εκίνησα εις τα Σαμπάζικα με ογδόντα ανθρώπους να μαζώξω τα χωριά, να πιάσω τας θέσεις. Εξημέρωσα εις ένα χωριό, εις τον Άκοβο , ήλθαν και από άλλα χωριά να πιάσομε την θέσιν».
Ο Φωτάκος (1) σχετικά με το θέμα αυτό γράφει στο αποµνη μονεύματά του:
«Αφού δε ο Αρχηγός έδωκε και ιδιαιτέρας διαταγάς εις τους οπλαρχηγούς, απεφάσισε να υπάγη αυτός με μερικούς σωματοφύλακας κατά την Πολιανήν δια να εβγάλη τους στρατιώτας εκείνων των μερών... Σκοπόν δε είχεν ο Αρχηγός να συστήση στρατόπεδον και εις την θέσιν ονομαζομένην Σορώκαν, όπου ήτο μονοπάτιον στενόν και άγνωστον εις τους ξένους, το δέ στρατοπεδον τούτο θα εφαίνετο άνωθεν και θα ήτο όπισθεν του Ιμπραήμ, ότε ούτος θα προσέβαλλε το άλλο εις το Μακρυπλάγι στρατοπεδον.
Αναχωρήσας δε από την Πολιανήν έφθασεν εις το χωρίον΄Ακοβον. Εκεί δε έμεινε δια να φάγη και δια να περάση και η ζέστα και να δροσίση ο καιρός, και κατόπιν να εκδώση τας δεούσας διαταγάς εις τα πλησίον μέρη δια να συναχθούν όλοι επάνω εις την Σορώκαν, όπου θα ήτο και αυτός και έπειτα μετά το γεύμα εσκόπει ν'αναχωρήση πάλιν εις την Πολιανήν. Πριν όμως αναχωρήση εκείθεν ακούσθησαν τουφεκίσματα και συνάμα φωναί, ότι οι Τούρκοι έρχονται δια να περάσουν από το μονοπάτιον της Σορώκας».
Ο Θ. Κολοκοτρώνης λεει ακόμη, στα απομνημονεύματά του:
«Οι Τούρκοι εμβαίνουν εις την Μπολιανή, χωριό από διακόσιες πενήντα οικογένειες. Οι πεζοί έβαλαν φωτιά εις το χωριό, οι καβαλαραίοι εκυνηγούσαν τα παιδιά να τα σκλαβώσουν, αποπίσω ήρχετο το στράτευμα. Ρίχνω μια μπαταριά τουφέκια. Οι Τούρκοι εφοβήθηκαν και εγλύτωσεν εκείνος ο λαός».
Αλλά ας δούµε τώρα τις κινήσεις που γίνονταν στον 'Ακοβο και τις προετοιμασίες για την πρόχειρη οχύρωση της Δραμπάλας. Ο Ακοβίτης Γεώργιος Γεωργαντάς-Γεώργαρος (2) γράφει στα ανεκδοτα αποµνημονεύµατά του:
«Σε λίγο καιρό άρχισε πάλι το κακό πολύ μεγάλο, ένας Αράπης που τον έλεγαν Μπραϊμη με πολύ ασκέρι ήρθε και άρραξε στο Νιόκαστρο. Τότε ήρθε (στον ΄Ακοβο) και ο Θοδωράκης... Σε λίγο ήρθε χαμπέρι, ο Αράπης ανεβαίνει τη Σιρόκα».
«Εμείς στο μεταξύ συναχτήκαμε όλοι στην Αγία Σωτήρα3 γύρω-γύρω γιατί είμασταν ασκέρι, πολλοί, δεν χωράγανε μέσα όλοι, ελειτούργησαν ο Παπαγιαννης, ο Παπαδημήτρης, ο Παπαγιώργης, όλοι εγονατίσαμε πολλές ώρες, εμεταλάβαμε όλοι, άντρες, γυναίκες και παιδιά, οι γυναίκες κλαίγανε, όλους μας τρόμαξε το μεγάλο κακό που ερχότανε. Μόλις τελείωσε η λειτουργία συναχτήκαμε κάτω από την Πουρνάρα. Ο Θοδωράκης ανέβηκε απάνω στο Κοτρώνι που καθόταν άλλοτε, έχει γράψει και τονομά του,4 για να μας κρίνει και να μας συμβουλέψει τι να κάνουμε. Όλοι καθήσαμε καταγής, μιλιά κανείς, σαν να μην ήταν ζωντανός κανείς. Ο θοδωράκης μας έκρινε».
«Αδέρφια χριστιανοί, παιδιά μου, το κακό πού έρχεται είναι μεγάλο, αλλά ο Θεός θα μάς γλυτώσει γιατί έχουμε πίστη και όλοι μαζί τον Αράπη πού ήρθε από τήν Αραπιά εδώ, θα τον τσακίσουμε και θα χαθεί».
Καί ο Γεώργιος Γεωργαντάς συνεχίζει:
« Όρκο δώσαμε στο Χριστό να μας βοηθήσει, να διώξουμε τον Αράπη και θα χτίσουμε καινούργια και μεγάλη την εκκλησιά του. Γρήγορα εφύγαμε αφού όλοι ασπαστήκαμε ο ένας τον άλλο και ο καθένας πήγε εκεί που πρέπει».
Οι γέροντες και τα γυναικόπαιδα των χωριών Ακόβου, Λεφτινίου, Δυρραχίου, Γιαννέικων και Καμάρας, φεύγουν για να σωθούν, άλλοι στα Μοναστήρια Αγίου Νικήτα και Ρεκίτσας, άλλοι στό χωριό Παλιά Βρωμόβρυση και τέλος άλλοι στο απάνου από την Καμάρα βουνό το λεγόμενο «Ασπροφουστανού».
Ο Ιμπραήμ μετά την Πολιανή προχωρεί με τον κύριο όγκο του στρατεύματος του προς τον 'Ακοβο και το Δυρράχι. Ακολουθεί το Δυρραχίτικο ποτάμι (Ξερίλας), Νότια του βουνού Παχύγιαννη και φτάνει στην τοποθεσία Τοίχος. Ένα τμήμα του, το μεγαλύτερο προχωρεί προς τον Άκοβο και άλλο κατευθύνεται για το Δυρράχι. Είναι αυγή της 5ης Ιου¬νίου. Εδώ θα πρέπει να προσθέσουμε πως και άλλο τμήμα στρατού του Ιμπραήμ πορευόταν από Πολιανή προς Ακοβο, από τα δυτικά, δια των στενών της λαγκάδας και Χώκαιμας.
Ο Αντώνης Κολοκοτρώνης, ξάδερφος του Θοδωράκη, με λίγη δύναμη, είναι μαζί του και Ακοβίτες, έχει πιάσει τη θέση Διάσελο, Νοτιοδυτικά του Ακόβου, πλησίον της Σολομονής (5) και αποκρούει τις εμπροστοφυλακές του Ιμπραήμ. Έχει σα σκοπό να τον καθυστερήσει, για να δοθεί έτσι λίγος χρόνος για την πρόχειρη οχύρωση της Δραμπάλας, αλλά και για να καταφθάσουν στο μεταξύ τα Ελληνικά στρατεύματα από το Δερβένι-Μακρυπλάι.
Ο Γιατράκος με οχτακόσιους Μανιάτες και Δυρραχίτες έχει πιάσει θέσεις κοντά στο Δυρράχι. Ύστερα όμως από σκληρή μάχη, σοβαρά τραυματισμένος, αναγκάζεται να υποχωρήσει προς το Μυστρά.
Η Δραμπάλα, το «Θεόκτιστο βουνό». Οι Έλληνες την πρώτη μέρα αποκρούουν και νικούν τον Ιμπραήμ.
Μόνη ελπίδα για τους Έλληνες είναι η Δραμπάλα. Το «βουνό είναι δυνατό» όπως λέει ο Θ. Κολοκοτρώνης. Έχουν ταμπουρωθεί στα βουνά, Αγία Παρασκευή, Μισοβούνι και στα συνεχόμενα κορφοβούνια και στενωπούς που οδηγούν στά Γιαννέικα και στήν Καμάρα. Πριν από την έναρξη της μάχης, ο Θ. Κολοκοτρώνης μαζί με τον Πλαπούτα κινούνται από τη Δραμπάλα μέχρι τα Γιαννοκάμαρα και υποδέχονται τα ερχόμενα από το Δερβένι Ελληνικά στρατεύματα, τα οποία με ντόπιους οδηγούς κατευθύνουν σε όλο το μέτωπο, από τα απάνου Γιαννέικα μέχρι τη Δράμπαλα.
Ο Ιμπραήμ περνάει τον ερημωμένο 'Ακοβο, ο στρατός του βάζει φωτιά και λεηλατεί το χωριό, χωρίς χρονοτριβή όμως κατευθύνεται προς τη Δραμπάλα. Είναι περίπου απόγευμα της 5ης Ιουνίου.
Πρώτος τον αντιμετωπίζει ο Γενναίος Θ. Κολοκοτρώνης που με δυνάμεις έχει αναπτυχτεί στο προ της Δραμπάλας βουνό, το λεγόμενο Μισοβούνι. Πολεμάει σκληρά στην πρώτη γραμμή και αποκρούει όλες τις επιθέσεις των ανερχόμενων από την τοποθεσία Λυκοκάμπι Τουρκοαιγυπτίων. Ο εχθρός συναντά αναπάντεχη αντίσταση και αναγκάζεται να υποχωρήσει. Τα κανόνια του απο τις θέσεις που είναι τοποθετημένα δεν προκαλούν σοβαρές ζημιές στους Έλληνες.
Ο Ιμπραήμ παρακολουθεί ανήσυχος την εξέλιξη της μάχης, και κατά πως λέει η τοπική μας παράδοση, βρίσκεται καβάλα στο άλογό του στο λοφίσκο απάνου από τη Νεραϊδόβρυση στο Μέλεγο, απέναντι από το Μισοβούνι.
Ο Θ. Κολοκοτρώνης βρίσκεται με το στρατηγείο του στην αντίθετη ακριβώς μεριά, στα βόρεια, μισή ώρα μακριά από το πεδίο της μάχης και ελέγχει όλο το μέτωπο που είπαμε πιο πάνω, μάκρους τεσσάρων περίπου χιλιομέτρων.
Η πρώτη αυτή μέρα τέλειωσε με νίκες των Ελλήνων και με μεγάλες απώλειες για τον Ιμπραήμ, σε νεκρούς και τραυματίες. Ο Φωτάκος γράφει σχετικά:
«Καί ο πόλεμος άνοιξεν εις τα πλησίον βουνάκια και όλην αυτήν την ημέραν επολέμουν και ενικών οι Έλληνες και πολλούς Τούρκους εσκότωσαν επιπίπτοντες κατ’ αυτών».
Όμως αργά το βράδυ καταφτάνουν οι εφεδρείες του Ιμπραήμ και το βαρύ πυροβολικό του, οπότε τη νύχτα της 5ης προς την 6ην Ιουνίου, οι 'Ελληνες αναγκάζονται νό σύµπτυχτούν, από τα γύρω κορφοβούνια στο βουνό της Αγίας Παρασκευής, τη Δραμπάλα, γιατί δεν προσφέρονταν πλέον οι θέσεις αυτές για αποτελεσματική άμυνα απέναντι στις ισχυρές δυνάμεις και τα μεγάλα κανόνια που κατέφτασαν. ΄Ετσι ο Ιµπραήµ την 6ην Ιουνίου πιάνει το Μισοβούνι και στήνει εκεί τα κανόνια του. Ο Φωτάκος γραφει σχετικά:
«Τότε οι Τούρκοι συνηθροίσθησαν όλοι αντικρύ του βουνού Δραμπάλα. σ΄όπου οι μηχανικοί έκαμαν οχύρωμα και έστησαν το πυροβολικόν των συγκείμενον από τέσσερα ορεινά κανόνια, τα οποία είχαν μαζύ των και έρριπταν πολλά οβούζια κατά των οχυρωμάτων (ταμπουριών) των Ελλήνων, τα οποία είχαν κτίσει υψηλά και κλειστά, διότι ήσαν πολλαί εκεί πέτραι και βράχοι άνωθεν, και ούτως εκλείσθησαν μέσα εις το θεόκτιστον βουνόν. και τίποτε άλλο δεν εφοβούντο, παρά μόνον την έλλειψιν του ψωμιού και του νερού».
Ο Θ. Κολοκοτρώνης βρίσκεται τώρα Ανατολικά στο λόφο της περιοχής Πετρέικα παρά τα όρια Ακόβου-Γιαννέικων,σε απόσταση ενός τετάρτου περίπου της ώρας από το Μισοβούνι και από τη θέση αυτή προσπαθεί να έχει επαφή με τη Δραµπάλα, αλλά κυρίως να κανει αντιπερισπασμό στον Ιµπραήμ, να του απασχολεί δηλαδή δυνάμεις για να µη τις ρίξει όλες στη Δραμπάλα. Ακόμη στέλνει σε βοήθεια των μαχοµένων τον Πλαπούτα.
Η τοπική μας παράδοση θέλει τη θέση αυτή Β.Δ. της τοποθεσίας «αλώνι του Κολοκοτρώνη», που όπως είναι γνωστό βρίσκεται στη δύσβατη διάβαση Ακόβου-Γιαννέικών μέσω της, αγροτικής Περιφέρειας Πετρέικα. Οι 'Ελληνες πολεμούν σκληρά και αντιµετωπίζουν νικηφόρα τις επιθέσεις του Ιμπραήµ. Αλλα ας δώσουµε πάλι το λόγο στο Γ. Γεωργαντά.
«Ο Αράπης κατάλαβε ότι είτανε πολύ δύσκολα να πατήσει την τραπεζοράχη7 και μας στέλνει μήνυμα με ένα ρωμιό να κάτσουμε φρόνιμά και θα μας φιλέψει πολλά πράγματα. Εμεις δεν τον φονέψαμε τον μαντατοφόρο επειδή είτανε χριστιανός και αυτός σαν κι εμάς και του κρίναμε να κρίνει μαντάτο στον Αράπη, δεν θέλουμε να μας φιλέψει τίποτα, αλλά να γυρισει πίσω στην πατρίδα του και να φύγει από την πατρίδα μας και δεν θα τον πειράξουμε. Αυτός θύμωσε πολύ και βάρεσε το τούμπανο φορά μία, τότε οι Αραπάδες κάμαν γιουρούσι, εμεις τους δεχτήκαμε βόλι και κουφάρι, λύγισαν γρήγορα. Ασκέρι μεγαλύτερο έκαμε γιουρούσι, ώρα γιόμα τα βόλια σαν το χαλάζι, ο ήλιος μαύρισε από το μπαρούτι. Ώρα ντάλα μεσημέρι η τραπεζόραχη απάτητη, είχαμε βλέπεις φράξει καλά με κοτρώνια το μέρος, οι Αραπάδες σωρό πεθαμένοι, οι δικοί μας ούτε στάλα αιμα, είτανε θαύμα, αλλά με άλλα μπουλούκια Αραπάδες κάναν γιουρούσι. Μόλις νύχτωσε σταμάτησαν όλα. Εμοιράσαμε ψωμί και τυρί τα καραούλια στα Ταμπούρια, ο Θοδωράκης ακόμη δεν φάνηκε, ούτε χαμπέρι τίποτα, μας τρομάζει μη λάχει και έπαθε κακό ο Θοδωράκης και τότε αλίμονό μας, είμαστε χαμένοι και εμείς και η Πατρίδα».
Ο Θ.Κολοκοτρώνης και ο Ιµπραήµ αντιμέτωποι Σκληρές µάχες σε όλο το μέτωπο Δραμπάλας-'Ανω Γιαννέικων.
Είπαμε πιο πάνω πως ο Θ. Κολοκοτρώνης βρισκόταν στο λόφο της περιοχής Πετρέικα και ότι ενεργούσε από εκεί συνεχείς επιθέσεις κατά του Ιμπραήμ. Εµείς που γνωρίζουµε καλά την περιοχή, μπορούμε να πούμε, πως η τοποθεσία αυτή είναι επισφαλής από στρατηγικής πλευράς και µειονεκτεί έναντι των βουνών Μισοβούνι και Δραμπάλας. Ακόμη λόγω της εδαφικής διαμορφώσεως της όλης γύρω περιοχής ήταν πολύ δύσκολη και επικίνδυνη η κατά µέτωπο επίθεση του Ιμπραήμ από τα ανατολικά. Συνεπώς βγαίνει το συμπέρασµα πως ο Θ. Κολοκοτρώνης ήταν εκτεθειμένος σε μεγάλο κίνδυνο, τον οποίο και αψήφισε πολλές φορές στη μάχη εκείνη, γι'αυτό είναι και δικαιολογηµένη η ανησυχία των µαχητών της Δραμπάλας για την τύχη του, όπως τόσο παραστατικό µας περιγρόφει πιο πάνω ο Γ. Γεωργαντάς.
Ο Ιµπραήμ στέλνει στο μεταξύ δυνάµεις του για να περικυκλώσει τον Θ. Κολοκοτρώνη. Ο Γενναίος αντιλαμβάνεται τις κινήσεις του και λέει στον Πλαπούτα: «Μπάρμπα τραβήξου απ΄αυτή τη θέση και πήγαινε στον πατέρα μου να δυναμώσετε εκεί». Καί συνεχίζει τον άνισο αγώνα.
Ο Αρχιστράτηγος πατέρας του ανασυντάσσει τις δυναμεις του και αποκρούει τίς επιθέσεις του στρατού που έστειλε εναντίον του ο Ιμπραήμ. Πολεμάει, χειραγωγεί, και έμψυχώνει τους Ελληνες, που αντιμετωπίζουν τον πιο δυνατό και καλύτερα οργανωμένο στρατό που γνώρισαν µέχρι τώρα. Όμως τα πράγματα γίνονται πολύ δύσκολα στην Δραμπάλα. Ο Ιμπραημ, ενώ συνεχίζει να την βομβαρδίζει με τα κανόνια του και να εξαπολύει κατά κύματα εφόδους για την κατάληψή της, ενεργεί παράλληλα και για τον αποκλεισμό της. Από το Μισοβούνι κατευθύνει δυνάμεις του προς τα νοτιοδυτικά, τοποθεσίες Λάζου και Γελαδάρι, γιατί μόνο από εκεί μπορούν τη στιγμή εκείνη να διακινηθούν, με σκοπό να ενεργήσουν κυκλωτική κίνηση των μαχομένων και προπάντων, να εμποδίσουν τον εφοδιασμό τους με νερό. Και η προσπάθειά του όμως αυτή αποτυγχάνει.
Ο Γέρος και εδώ θα τον προλάβει, γιατί στέλνει τον Κων/νο Μαυρομιχάλη με εξακόσιους άνδρες στη βορειοδυτική πλευρά της Αγίας Παρασκευής, όπου σήμερα είναι ο συνοικισμός Γούπατα (8) του Ακόβου, για να προστατεύσει τα νώτα των μαχομένων, αλλά και για να εξασφαλιστεί η υπάρχουσα εκεί μικρή βρύση από την οποία έπαιρναν τώρα νερό οι πολεμιστές του στρατοπέδου τής Δραμπάλας. Όπως λέγεται, τη βρύση αυτή δεν μπόρεσαν οι Τουρκοαιγύπτιοι μέχρι τέλους της μάχης να την κυριεύσουν. Η μεγάλη βρύση της Πλατάνας που βρίσκεται στην άλλη πλευρά, στα νοτιοδυτικά, από την οποία υδρεύονταν κύρια οι Έλληνες, έχει από την προηγουμένη μέρα καταληφθεί από τους Τουρκο-αιγυπτίους. Στο μεταξύ το άλλο τμήμα του στρατού του Ιμπραήμ, για το οποίο κάναμε λόγο στην αρχή, μετά την αναχαίτηση του αποσπάσματος Γιατράκου, αφού πέρασε από το Δυρράχι το οποίο έκαψε και λεηλάτησε προχώρησε προς τα στενά Κουβαρά και τό Λυκοβούνι και ήρθε σε σύγκρουση με τις δυνάμεις των Αρκαδιανών (Τριφυλίων). Ύστερα από σκληρή μάχη που έδωσαν οι Αρκαδιανοί, προ του μεγάλου όγκου του εχθρού σε πεζούς και καβαλαραίους, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν και να συμπτυχτούν προς τον Θ. Κολοκοτρώνη. Οι Τουρκοαιγύπτιοι αυτοί μετά προχώρησαν προς τον κάμπο της Καμάρας.
έπαιρναν νερό οι Έλληνες πολεμιστές.
Ο Θ. Κολοκοτρώνης λέει στα απομνημονεύματά του:
«Την άλλη μέρα στέλνω τους Αρκαδιανούς να πιάσουν ένα μονοπάτι, διατί είδα τους Τούρκους και έπιασαν όλα τα καταράχια. Βλέποντας ότι έστειλα να πιάσω το μονοπάτι, εκίνησαν οι Τούρκοι εκεί. Οι Αρκαδιανοί αφού επολέμησαν, δεν τους βάσταξαν και ήλθαν κατ’ εμένα. Οι Τούρκοι επήραν τον κάμπο».
Οι Έλληνες με αρχηγούς τον Γενναίο και τον Κανέλλο Δεληγιάννη συνεχίζουν, για δεύτερη μέρα, τον αγώνα στην Τραπεζόραχη. Ο Ιμπραήμ οργίζεται και ρίχνει στη μάχη όλες τις δυνάμεις του. Η κορυφή της Δραμπάλας έχει γίνει σωστή κόλαση. Ο Θ. Κολοκοτρώνης βρίσκεται τώρα κοντά στο πεδίο της μάχης, όπου έφτασε μαζί με τον Πλαπούτα. Ο Γ. Γεωργαντάς λέει:
« Τα τούμπανα ούρλιαξαν πάλι, αμέσως άρχισαν οι μπάλες και τα γιουρούσια, ένα κοντά το άλλο, η ημέρα σκοτείνιασε, οι Αραπάδες μυρμήγκια, δεν τους προλαβαίνουν τα βόλια μας... Άξαφνα ακούμε τη ροκάνα του Θοδωράκη να ουρλιάζει στο Μισοβούνι. Ο Θοδωράκης έφτασε με πολύ ασκέρι, έζωσαν τον Αράπη, τούφραζαν τη στράτα μπροστά από το Μισοβούνι, από τα πεζούλια και εμείς από την Τραπεζόραχη, το τουφέκι άναψε γύρω-γύρω,ο Αράπης στη μέση».
Εκεί στη Δραμπάλα, στον Ακοβο, στο χωριό που είχε ζήσει, είχε παντρευτεί και είχε γίνει νοικοκύρης ο θρυλικός Γέρος, συγκρούστηκε με τον Ιμπραήμ. Είναι σημαδιακό το γεγονός, ότι για πρώτη φορά εκεί ήρθαν αντιμέτωπες οι δυό μεγαλύτερες στρατιωτικές ιδιοφυίες της εποχής εκείνης. «Εκατέβηκα ένα κάρτο μακράν από τους Τούρκους να τους φοβίσω» λέει ο θ. Κολοκοτρώνης. Στο μεταξύ ο Άκοβος, η Πολιανή και το Δυρράχι καίγονται από τις φωτιές του Ιμπραήμ. Τα χωριά αυτά έχουν ερημωθεί, δεν υπάρχει ψυχή σ' αυτά.
Αυτοθυσία των Ελλήνων στη Δραμπάλα παίρνουν τις μπάλες πουρίχνουν τα κανόνια του Ιμπραήμ και πριν σκάσουν τις πετούν στους ανερχόμενους εχθρούς.
Αλλά ας επανέλθουμε στο πεδίο της μάχης στη Δραμπάλα. Κύματα οι Τουρκοαιγύπτιοι κατεβαίνουν από το Μισοβούνι και τα Πεζούλια και επιχειρούν ν’ανεβούν στη κορυφή του βουνού9, την Αγία Παρασκευή. Κάνουν απανωτές εφόδους και αποτυχαίνουν. Οι Έλληνες εκτός από τα λιανοτούφεκά τους χρησιμοποιούν μεγάλες πέτρες, κοτρώνες, που τις ρίχνουν ή τις κυλούν στους ανερχόμενους εχθρούς. Ο Ιμπραήμ διατάσσει όλα τα κανόνια του να βάλουν στην Τραπεζόραχη και ταυτόχρονα κάνει γενική επίθεση-έφοδο. Οι Έλληνες πολεμιστές με τα γιαταγάνια τους παλεύουν σώμα με σώμα με τους στρατιώτες του Ιμπραήμ. Παίρνουν τις μπάλες πριν σκάσουν και τις πετούν σ’ αυτούς που ανεβαίνουν.Αλλά θα δώσουμε το λόγο στον πολεμιστή σ’ εκείνη τη μάχη, Γ. Γεωργαντά, ο οποίος μας λέει:
«Την άλλη μέρα που φώτισε ο Θεός τα τούμπανα φώναξαν, εμείς καρτερήγαμε, δεν κάνουν γιουρούσι, άλλο κακό αρχίσανε, μας ρίχνανε μπάλες... Με τις μπάλες θέλανε να χαλάσουνε το φράχτη (10)... άλλη μπάλα έπεσε απάνου στην Τραπεζόραχη, γρήγορα-γρήγορα η Μαριά την άρπαξε με τα χέρια της και τη σπρώχνει κάτου από το φράχτη, τώρα μάθαμε να τις σπρώχνου¬με κάτου, άλλο θαύμα και τούτο».
Και αλλού συνεχίζει ο ίδιος:
«Μας έσωσαν οι μπάλες, τις σπρώχναμε κάτω από το φράχτη και τους λειώναμε όλους. Αν τόπαιρνε χαμπάρι ο Αράπης ούτε μια μπάλα θα μας βάραγε και τότε είμαστε χαμένοι. Η ώρα έφτα¬σε δειλινό, τότε δύο Αραπάδες πέρασαν το φράχτη και τρέξαν στο σφεντάμι που ήταν οι γυναίκες και κόβαν βόλια, οι γυναίκες σκούξαν, αλλά η Μαριά (11) και η Μεταξογιαννού (12) - τους πήραν τα κεφάλια».
Ύστερα από τα πάρα πάνω, επιβεβαιώνεται η φήμη, ότι οι Ακοβίτισσες στη Δραμπάλα, πολέμησαν σαν άλλες Σουλιώτισσες. Και ο Φωτάκος επίσης γράφει στα απομνημονεύματά του:
«Εκεί εις την μάχην ταύτην της Δραμπάλας, οι εντός του οχυρώματος Έλληνες αφόβως ετολμούσαν και μάλιστα εξεσυνερίζοντο μεταξύ των, ποιος πρώτος να πάρη τα ριπτόμενα από τους Τούρκους οβούζια και να τα πετά έξ,. προτού το φυτίλι να χωνεύσει και να σπορίσει το οβούζιον. Άλλοι δε πάλιν εξ αυτών εσκέπαζαν με μεγάλην ταχύτητα τα οβούζια με τις καπότες των, και ούτως έσβεναν το φυτίλι. Ταύτα δε πάντα οι Γάλλοι πυροβοληταί του Ιμπραήμ έβλεπαν από το αντικρύ μέρος, όπου ήσαν και απορούσαν δια την ανδρεία των Ελλήνων».
Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση ο εχθρός υποχωρεί πρός το Μισοβούνι. Ο Ιμπραήμ, ο γενναίος στρατηγός «και τεχνίτης του πολέμου» μένει για άλλη μια φορά έκπληκτος μπροστά στη γενναιότητα και αποφασιστικότητα των πολεμιστών της Δραμπάλας. Συσκέπτεται με τους αξιωματικούς του και τους Γάλλους επιτελείς που έχει μαζί του και ετοιμάζεται για νέα γενική επίθεση.
Είναι βράδυ της 7ης προς 8ην Ιουνίου του 1825. Η συνέχιση όμως της αντίστασης είναι για τους Έλληνες πολιορκουμένους μάταιη. Δεν έχουν τρόφιμα ούτε νερό και τα πολεμοφόδιά τους ελάχιστα, στο τέλος τους. Και είναι ακόμη αδύνατο να τους αποσταλεί οποιαδήποτε βοήθεια. Έχει αποκλειστεί κάθε επικοινωνία τους με τους έξω του οχυρώματος. Η έλλειψη του νερού δεν αφήνει άλλα περιθώρια για τη συνέχιση της μάχης. Όσοι πήγαν να φέρουν νερό δε γύρισαν πίσω. Είτε σκοτώθηκαν, είτε έφυγαν.
Τότε ο Θ. Κολοκοτρώνης έδωσε το «σινάλο» με φωτιές να αποχωρήσουν. Ο ίδιος λέει ακόμη: «Δυό μέρες και τρεις νύχτες άπαντα πόλεμος». Η αποχώρηση τους έγινε από τα δυτικά γιατί ήταν, αν και το πλέον δύσβατο, το μόνο μέχρι τη στιγμή εκείνη σημείο που είχε μείνει σχετικά ανοιχτό, αφού όπως είπαμε πιο πάνω το κρατούσε ο Κ. Μαυρομιχάλης και κατευθύνθηκάν προς το χωριό Τουρκολέκα και από κει στην Καρύταινα. Η νύχτα ήτο σκοτεινή, δεν είχε φεγγάρι και η πλευρά αυτή είναι απότομη και βραχώδης, με αποτέλεσμα να πέσουν κατά την αποχώρησή τους αυτή πολλοί Έλληνες στους γκρεμούς και να σκοτωθούν.
Όπως λέει ο Φωτάκος, πριν αποχωρήσουν έθαψαν τους νεκρούς σ’ ένα λάκκο, τη δε νεκρώσιμη ακολουθία έψαλλε ο γνωστός για τις παλληκαριές του παπα-δημήτρης από του Τετέμπεη.
Ο Ιμπραήμ δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα την αποχώρηση των Ελλήνων κατά τη νύχτα και δεν πήρε τη Δραμπάλα αμέσως, αλλά την αυγή της 8ης Ιουνίου. Έθαψε στη συνέχεια τους νεκρούς του εκεί κοντά, στην τοποθεσία που μέχρι σήμερα λέγεται «Τουρκοκίβουρο» (=Τούρκικο μνήμα), και μετά προχώρησε προς Λεοντάρι και από κει για την Τριπολιτσά.
Όταν απομακρύνθηκε ο στρατός του Ιμπραήμ, οι Ακοβίτες περισύλεξαν όσους νεκρούς βρήκαν, και ήσαν κύρια από αυτούς που σκοτώθηκαν στους γκρεμούς κατά τη νυχτερινή αποχώρησή τους και τους έθαψαν. Πολλούς τους βρήκαν απάνου σε δέντρα και στις χαραδρώσεις των βράχων. Και για αρκετά χρόνια μετά ανευρίσκονταν εκεί από κυνηγούς και τσοπάνηδες ανθρώπινα οστά, προερχόμενα από τους σκοτωμένους εκείνους.
Η μάχη της Δραμπάλας ήταν από τις φονικώτερες του αγώνα. Όπως λέει ο Γενναίος θ. Κολοκοτρώνης, οι απώλειες των Ελλήνων ανήλθαν σε 140, των δε Τουρκοαιγυπτίων σε 800.
Σημασία της μάχης της Δραμπάλας
Από τα πάρα πάνω βγαίνει το συμπέρασμα, πως η μάχη της Δραμπάλας Ακόβου ήταν από τις πλέον αξιόλογες και σκληρότερες του απελευθερωτικού μας αγώνα. Κατά τον Θ. Κ. Μαυροειδή, ήταν η τελευταία μάχη εκ του συστάδην Ελλήνων και Οθωμανών. Ακόμη εξαιρετικής σημασίας γιατί συναντήθηκαν σχεδόν πρόσωπο με πρόσωπο, δύο γίγαντες στρατιωτικοί της εποχής, ο Ιμπραήμ και ο Κολοκοτρώνης. Και ακόμη γιατί έδωσε στους Έλληνες το χρόνο να ανασυνταχτούν, αλλά και να τους εδραιωθεί η πεποίθηση, ότι ο Ιμπραήμ δεν ήταν πια ανίκητος και ότι μπορούσαν στο μέλλον να τον αντιμετωπίσουν και να τον πολεμήσουν όπως άλλωστε και έγινε.
Αριστερά η Δραμπάλα το «θεόκτιστο βουνό», δεξιά το Μισοβούνι. στη μέση η Λάκα
Συμμετοχή των Ακοβιτών στη μάχη της Δραμπάλας
Από τα απομνημονεύματα του Γ. Γεωργαντά, αλλά και από την τοπική μας παράδοση πληροφορούμαστε πως, η συμμετοχή των Ακοβιτών στη μάχη της Δραμπάλας υπήρξε καθολική. Πέρα από τους άνδρες πήραν μέρος και πολλές γυναίκες που σαν άλλες Σουλιώτισσες πολέμησαν ηρωικά κοντά στούς άντρες. Έκοβαν βόλια καί μετάφεραν πολεμοφόδια, τρόφιμα και νερό στους πολεμιστές. Ακόμη μέσα στο εξωκκλήσι της Αγίας Παρασκευής περιποιούνταν τους τραυματισμένους. Γυναίκες Ακοβίτισσες, πρώτες και καλύτερες, άρπαζαν τις μπάλες των κανονιών του Ιμπραήμ, πριν σκάσουν και τις πετούσαν στο γκρεμό, όπου κυριολεκτικά «θέριζαν» τους ανερχομένους Τουρκοαιγυπτίους. Εκτός από Ακοβίτες, στα απομνημονεύματά του ο Γ. Γεωργαντάς αναφέρει και ονοματεπώνυμα πολεμιστών που κατάγονταν από τα γειτονικά χωριά, Δυρράχι, Λεφτίνι, Γιαννέικα, Καμάρα και την Παλιά Βρωμόβρυση. Όλοι τους πολέμησαν στο πλευρό του Θοδωράκη και του Γενναίου Θ. Κολοκοτρώνη, στην Τραπεζόραχη της Δραμπάλας και στο Μισοβούνι.
Στο τέλος του κειμένου παραθέτουμε ονομαστική κατάσταση Ακοβιτών και άλλων που αναφέρεται η συμμετοχή τους (από τον Γ. Γεωργαντά) σε διάφορα χαρακτηριστικά επεισόδια της μάχης, απάνου στη ράχη της Δραμπάλας, την Αγία Παρασκευή, καθώς και εκείνων που σκοτώθηκαν εκεί. Ακόμη ο ίδιος λέει: «... και τρεις γυναίκες τρέξαν να φύγουν και πέσαν στο βράχο και χάθηκαν, γινόταν χαλασμός», χωρίς να διευκρινίζει ποιες ήσαν οι γυναίκες αυτές. Συνεπώς πέρα από εκείνους που αναγράφονται, και άλλοι Ακοβίτες πήραν μέρος στη μεγάλη εκείνη μάχη, τόσο απάνου στην Αγία Παρασκευή, όσο και στα γύρω κορφοβούνια και που δεν έτυχε να αναφερθούν τα ονοματεπώνυμά τους.
Αν κρίνουμε από τον αριθμό των νεκρών που ανέρχονται σε 14 βγάζουμε, συγκριτικά πάντοτε, το συμπέρασμα πως οι Ακοβίτες και οι Ακοβίτισσες που πήραν μέρος στη φονική εκείνη μάχη, θα πρέπει να ήσαν τουλάχιστο δεκαπλάσιοι. Άρα πήραν μέρος, από τους άνδρες όλοι όσοι μπορούσαν να φέρουν όπλα και από τις γυναίκες όσες μπορούσαν να προσφέρουν βοήθεια στους μαχομένους απάνω στο κακοτράχαλο βουνό της Δραμπάλας. Η καθολική αυτή συμμετοχή τους οφείλεται κατά τη γνώμη μας, πέρα από τη φιλοπατρία τους και τον πόθο τους να αποχτήσουν τη «χιλιάκριβη τη λευτεριά» και στο γεγονός ότι η μάχη γινόταν στο χωριό τους, στον δικό τους γνώριμο τόπο και ακόμη γιατί βρισκόταν εκεί ο αρχηγός, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, που είχε ζήσει μαζί τους στον Ακοβο 12 ολόκληρα χρόνια και που είχε παντρευτεί και είχε έτσι συνδεθεί μαζί τους με συγγένεια και με στενή φιλία.

Η εκκλησία του Σωτήρος που χτίστηκε το 1917.
Δεξιά της εισόδου η πέτρα του Θ. Κολοκοτρώνη. Φώτο μάλλον του 1960.
Σχετικό με τη μάχη της Δραμπάλας είναι το και το παρακάτω έγγραφο: Εθνικοί αγώνες των Ελλήνων, Ν.Ι.Β,
«Είμεθα σφαλισμένοι εις το θεόκτιστον ταμπούρι, Αραμπάλα λεγόμενον, αντίκρυ του Ακόβου με περίπου, των τριών χιλιάδων. Οι Έλληνες είναι ως λέοντες, είμαι εγώ μέσα με τον Γενναίον μου και με τους λοιπούς αδελφούς Καπεταναίους. Ο αδελφός Κολοκοτρώνης με τον Γιατράκον, Κολιόπουλον και Κ. Μαυρομιχάλην με τα στρατιωτικά άρματα έχουν τα οπίσθια των εχθρών, ελπίζομεν εις τον Θεόν να τους δώσωμεν τω Διαβόλω. Λοιπόν, αν αγαπάτε να μας προφθάσετε εφόδια και εφόδια δια γκενεράλ πατάγια (=γενική έφοδος), τροφάς και ιμιτάτι (=βοήθεια) να φθάσουν όλα αυτά αύριον, τώρα ήγκικεν η ώρα η να ζήσωμεν η ν’αποθάνωμεν.
Επαναλαμβάνομεν φουσέκια, τροφάς και ιμιτάτι, όσοι πιστοί να έλθουν εδώ, όχι και γίνει το εναντίον, έρχονται τα μαύρα ανδράποδα αυτού και αλλού και τότε τετέλεσται κινήσατε πάντα λίθον, καταταράξατε το παν να φθάσουν δια νυκτός κατά τ’ ανωτέρω. Και εντοσούτω περιμένομεν να χαροποιηθεί το έθνος μας με τον διόλου αφανισμόν του Αιγυπτίου.
Από Δραμπάλα του Γεν. Στρατοπέδου τη 6 Ιουνίου 1825
Οι αδελφοί
Κανέλος Αεληγιάννης - Ιω. Θ. Κολοκοτρώνης».
Ονόματα που αναφέρονται στο απομνημονεύματα του Γεωργαντά.
Ακοβίτες που πολέμησαν στη Δραμπάλα:
Αθανασόπουλος Μιχαήλ
Βέκκος Γεώργιος
Γεωργαντάς Γεώργιος
Γεωργαντάς Δημήτρης
Γεωργαντάς Νικήτας
Γιαννακάπουλος Γεώργιος
Καίσαρης Ιωάννης
Λυμπέρης Ιωάννης
Μήτρος Θεόδωρος
Μεταξάς Κωνσταντίνος
Μενούνος Γεώργιος
Μενούνος Αθανάσιος, Παπαδόπουλος Πανάγος
Πολυχρονόπουλος Ιωάννης
Πολυχρονόπουλος Κων/νος Ραβάνης Παναγιώτης
Σταθόπουλος Στάθης
Σπανός Γεώργιος
Σωφρονάς Γεώργιος
Σωφρονάς Γεώργιος (κουφός)
Σωφρονάς Σπήλιος
Τσαπραλής Αντώνιος
Τσαπραλής Κων/νος
Τσαπραλής Νικήτας
Τζαμουράνης Αθανάσιος
Τζανετόπουλος Τζανέτος
Τσιχρητζής Θεόδωρος
Χάπας Νικόλαος
Χάπας Χρήοτος
Χριστόπουλος Χρήστος
Ακοβίτισσες που πολέμησαν στη Δραμπάλα:
Μαρία Γ. Γεωργαντά
Γεωργίτσα I. Μεταξά
Κωνσταντίνα Γ. Μπένου
Γιώργαινα Χριστοπούλου
Κολοβίνα (μάλλον από το Λεφτίνι).
Ακοβίτες που έπεσαν στην μάχη:
Γεωργαντάς Νικήτας
Λυμπέρης Ιωάννης
Μήτρος Θεόδωρος
Παπαδόπουλος Πανάγος ΠολυχρονόπουλοςΙωάννης
Σπανός Γεώργιος
Σταθόπουλος Στάθης Σωφρονάς Σπήλιος
Τζαμουράνης Αθανάσιος
Τζανετόπουλος Τζανέτος
Τσαπραλής Αντώνιος
Χριστόπουλος Χρήστος
Χάπας Νικόλαος
Μπένου Κωνσταντίνα
Πολεμιστές απο γειτονικά χωριά:
Από το Δυρράχι:
Θάνος Αθανάσιος
Κεφάλας Κων/νος
Μαυροειδής Γεώργιος
Τζούβελης Χρηστός.
Από την Καμάρα:
Τριαντάφυλλος Νικόλαος
Έπεσαν στην μάχη. Δεν εξακριβώθηκε απο που κατόγονταν:
Γεωργακόπουλος Κων/νος
Κοτσώνης Κων/νος
Καράμπελας Θεοδωροπουλος
Κουλόχερας Χρήστος
Λάζαρος Γεώργιος
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Φώτιος Χρυσανθακόπουλος, πρώτος Υπασπιστής του 0. Κολοκοτρώνη.
2. Γεώργιος Γεωργαντάς, 1770-1845, οπό τον Ακοβο. Γείτονας και φίλος του Θ. Κολοκοτρώνη, αγωνιστής του 1821 και πολεμιστής στη μάχη της Δραμπάλας. Ο γιος του Ιωάννης ή Γιάννακας έγραψε καθ' υπαγόρευσή του τα απομνημονεύματά του. απά 6ης μέχρι 10ης Αυγούοτου 1845, λίγο δηλαδή πριν τά θάνατό του. Φωτοαντίγραφά τους μάς έδωσε ευγενίας ο δισέγγονος του Περικλής Γεωργίου Γεωργαντάς.
3. Εξωκκλήσι στη βρύση του χωριού, στη γειτονιά Κοτρωνισέικο. Κατεδαφίστηκε οτα 1917 και στη θέση του χτίστηκε η εικονιζομένη εκκλησία, στην εντός του κειμένου φωτογραφία.
4. Η πέτρα του Κολοκοτρώνη. Είναι χαραγμένα τα αρχικά Θ.Κ. 1821. Λέγεται από την τοπική παράδοση, άτι τα έγραψε ο Θ. Κολοκοτρώνης το πρώτο 15νθήμερο Μαρτίου του 1821, όταν πέρασε στο σπίτι του στον Ακοβο που προετοιμαζόταν για την άλωση της Καλαμάτας.
5. Παλιά ιστορικά ήταν Μοναστήρι. Σχετικά σημείωμά μας οτο 2ο τεύχος του περιοδικού «Ακαβίτικα Νέα».
6. Ο Φωτάκος λαθεμένα την αναφέρει «Τραμπάλα». Την αναγράψαμε στο σωστά Δραμπάλα, για να μη προκαλέσουμε σύγχιση στο κείμενο.
7. Λέγεται και έτσι η δεξιά Β.Α κορυφή του βουνού όπου η Αγία Παρασκευή, επειδή είναι επίπεδη και στενόμακρη σαν τραπέζι, έχει έκταση 6 περίπου στρεμμά των. Ονομασία που χρησιμοποιεί συχνά α Γ. Γεωργαντάς.
8. Ο συνοικισμός Γούπατα, δεν ήταν χτισμένος τότε. Χτίστηκε, μετά το 1850 απά Ακοβίτες.
9. Η Δραμπάλα είναι δίκορφο βουνά και όπως φαίνεται και στη φωτογραφία, είναι βατή κύρια από την Ανατολική και μερικά απά τη Νότια πλευρά. Γι’ αυτό και ο Ιμπραήμ έκανε τις επιθέσεις-εφόδους του απά τη Λάκκο που είναι ανάμεσα στο Μισοβούνι και στη Δραμπάλα. Απά τις άλλες πλευρές η άνοδος είναι σχεδόν αδύνατη, τουλάχιστο για τους πολλούς. Οι ντόπιοι για να τονίσουν το δύσβατο της λέγουν πως: «δεν μπορεί να περάσει ούτε πετούμενο».
10. Το με ξερολιθιά πρόχειρο οχύρωμα (μάντρα).
11. Σύζυγος του Γεωργίου Γεωργαντά, το γένος Τσαπραλή απά τον Ακοβο.
12. Γεωργίτσά σύζυγος του πεσόντος στο Μανιάκι Ιωάννου Γ. Μεταξά, κόρη του Αναγνώστη Κολοκοτρώνη και πρώτη ξαδέρφη του Θοδωράκη.
ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΚΟΛΟΚΟΤΡΟΝΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΜΠΡΑΗΜ
Μονομαχία
Ο Ιμπραήμ πασάς τούγραψε και τονέ ρωτούσε γιατί δέ στέκεται νά δώσει μάχη, Ο Κολοκοτρώνης του απάντησε:
«Πάρε όσους θέλεις εσύ, να πάρω κι ’ εγώ άλλους τόσους, ή άν αγαπάς, έλα μοναχός σου κι εγώ μοναχός μου, κι' όποιος πέσει».
Στην Κυβέρνηση, που του παραπανιώτανε γιατί δεν έδινε μάχη με τον Ιμπραήμ, έγραψε:
«Αν χάσω σ’ ένα πόλεμο τέσσερις-πέντε χιλιάδες Έλληνες, που θα βρω άλλη δύναμη να πολεμήσω τον οχτρό; Ο Μπραήμης όμως και δέκα χιλιάδες να χάσει, βρίσκει άλ¬λες».
Όταν ό Ιμπραήμ κατάκαιγε καί λεηλατούσε τό Μόριά
« Όχι τα κλαριά να μας κόψεις, όχι τα δέντρα, όχι τα σπίτια που μας έκαψες, μόνον πέτρα απάνω στην πέτρα να μην μείνει, εμείς δεν προσκυνούμεν. Τι τα δένδρα μας, αν τα κόψεις και τα κάψεις, τη γη δεν θέλει την σηκώσεις και η ίδια η γης που τα έθρεψε, αυτή η ίδια γης μένει δική μας και τα ματακάνει. Μόνον ένας Έλληνας να μείνη, πάντα θα πολεμούμε, και μην ελπίζεις πως τη γη μας θα την κάμης δική σου, βγάλτο από το νού σου».
Παράγγειλε στον Ιμπραήμ
Σε Οθωμανό που ήρθε από την Αίγυπτο στην Αθήνα στα 1836 και τον επισκέφτηκε, είπε: «Να εύρεις αράδα και να ειπείς εις τον Ιμπραήμ πασά, να έχει χάρη πως εγώ και άλλοι στρατιωτικοί της Πελοποννήσου είμεθα φυλακισμένοι, ειτεμή πιθαμή γης δεν εκέρδιζεν εις την Πελοπόννησο».