Η Μάχη στο Μανιάκι

 

Μετά τις ταπεινωτικές ήττες στο Κρεμμύδι και την Σφακτηρία αλλά και την άττακτη φυγή των ρουμελιωτών μπροστά στον κίνδυνο των αιγυπτιακών στρατευμάτων ο λαός της Μεσσηνίας αλλά και ολόκληρης τηε Πελοποννήσου τάχθηκε ανοιχτά εναντίον της κυβέρνησης Κουντουριώτη η οποία αδίκως είχε φυλακίσει τους πρώτους καπεταναίους του Μωριά. 

Ο Παπαφλέσσας ως φίλος και υπουργός εσωτερικών στην κυβέρνηση Κουντουριώτη ζήτησε την άμεση αποφυλάκιση των καπεταναίων ενώ ταυτόχρονα επέρριπτε την ευθύνη των αποτυχιών (Κρεμμύδι, Σφακτηρία) στον πρόεδρο της κυβέρνησης. Ο ορατός κίνδυνος αλλά και η γενική κατακραυγή ξύπνησαν την εθνική συνείδηση του μπουρλοτιέρη των ψυχών, Παπαφλέσσα. Πριν προλάβει ο Κουντουριώτης να επιστρέψει από το Ναύπλιο, ο Παπαφλέσσας έφυγε για την Μεσσηνία αποφασισμένος να ξεπλύνει την ντροπή των πρώτων αποτυχιών στο Κρεμμύδι και την Σφακτηρία. Είναι ολοφάνερο πως ο Παπαφλέσσας θέλησε με αυτόν τον τρόπο να εξιλεωθεί και στην συνείδηση των Μοραϊτών που εξαιτίας του υπέφεραν πολλά στα χρόνια του εμφυλίου. 

Ξεκινόντας , λοιπόν, για την Μεσσηνία ακολούθησε την διαδρομή : Ναύπλιο Άργος-Τριπολιτσά Λεοντάρι- Τουρκολέκα – Λάκοι Άγιος Φλώρος – Φρουτζάλα-Δραϊνά. Απ’ όπου περνούσε ζητούσε την συστράτευση όλων των οπλοφόρων για το καλό της πατρίδος. Έστειλε επιστολές σε πολλούς οπλαρχηγούς και ζητούσε την βοήθεια τους για την απόκρουση του εχθρού. Από τους κατοίκους του Λεονταρίου και κυριώς από τους Σαμπαζιώτες βρήκε υποστήριξη και τον ακολούθησαν με τους αντρες τους οι παρακάτω:

Γεώργιος Δικαίος και Αναγνώστης Μπιτσιάνης από την Πολιανή με περίπου 80 Πολιανίτες

Παναγιώτης Κεφάλας από το Δυρράχι επικεφαλής 20 Διρραχιτών

Δημήτριος Μεταξάς από τον Άκοβο επικεφαλής 30 Ακοβιτών.

Παναγιώτης Μπούρας από την Καμάρα με 100 Καμαραίους και άντρες από τους Γιανναίους.

Γεώργιος Λαγός , Γιαννάκης Ντουρέκας, του Ρέκκα, Παναγιώτης ιερεύς και Οικονόμος και Δημήτριος Φλέσσας του Ηλία από το Λεοντάρι με 150 Λεονταρίτες 

Αναστάσιος Κουλόχερας από το Τουρκολέκα με μερικούς συγχωριανούς του.

Τον Παπαφλέσσα, επίσης, ακολούθησαν με λίγους στρατιώτες αρκετοί μικροκαπεταναίοι από την Αργολίδα, την Μαντινεία Αρκαδίας, τα χωριά της Μεγαλόπολης Αρκαδίας, Την Μεσσηνία , την Μάνη και ο Γιαννάκης Παπάς από τις Σέρρες (γυιος του Εμμανουήλ Παπά) με 50 στρατιώτες.

Επίσης, τον ενημέρωσαν πως θα μεταβούν προς ενίσχυση του ο Δημήτριος Πλαπούτας με 1.600 στρατιώτες κυρίως Αρκάδες, οι οπλαρχηγοί της Κυπαρσσίας με 2.000 άντρες , ο αδελφός του Νικήτας με 700 άντρες και τον Μανιάτη Ηλία Κατσάκο που βρισκόταν στην Καλαμάτα με 1000 άντρες.

Στις 15 Μαϊου του 1825 ο Παπαφλέσσας που βρισκόταν στο χωριό Δραϊνα έγραψε προς την κυβέρνηση πως δεν πήγαν προς ενίσχυση του οπλαρχηγοί που τους είχε προσκαλέσει και επιπλέον τους πρότεινε την άμεση αποφυλάκιση των αντιπάλων της εξουσίας και την ανάθεση της αρχιστρατηγίας των Πελοποννησιακών στρατευμάτων στον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη ως τον μόνο ικανό να αντιμετωπίσει αυτόν τον αντίπαλο.

Ευρισκόμενος στην Δραϊνά έλαβε επιστολή από τον αδελφό του τον Νικήτα ο οποίος του έλεγε πως δεν έκανε καλά που πέρασε τα Κοντοβούνια και πως θα έπρεπε να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στα οχυρά βουνά πάνω από την Καλαμάτα(Ταϋγετο) έτσι ώστε να υπάρχει επαφή με την Μάνη απ’ όπου μπορούσε να ενισχυθεί. Ο Παπαφλέσσας , με την απάντηση του, διακρίνουμε δύο συναισθήματα που τον κυριαρχούσαν, αποφασιστικότητα και πίκρα :

«Νικήτα, έλαβα την επιστολή σου και εις απάντησιν σου λέγω ότι δεν είμαι σαν και σε και σαν τον κουμπάρο σου τον Κεφάλα, όπου τρέχετε από ράχη σε ράχη στους Αηλιάδες. Εγώ απαξ ωρκίσθην να χύσω το αίμα μου εις την ανάγκην της πατρίδος , και αυτή είναι η ώρα. Εύχομαι δε εις τον Θεόν η πρώτη μπάλα του Ιμπραήμ να με πάρει εις το κεφάλι μ διότι σας γράφω να ταχύνετε τον ερχομό σας και σεις μου γράφετε κουραφέξαλα. Νικήτα , πρώτη και τελευταία επιστολή μου είναι αυτή. Βάστα την να την διαβάζεις καμιά φορά να με θυμάσαι και να κλαις».

Στην Δραϊνα έφθασε η είδηση πως ο Ιμπραήμ ετοιμάζεται να προελάσει στην κεντρική Μεσσηνία. Στις 16 Μαϊου ο Παπαφλέσσας μετακίνησε το στράτευμα του μεταξύ των χωριών Παιδεμένο και Μανιάκι. Εκεί βρίσκεται μια ράχη που αρχίζει ομαλά και καταλήγει σε πετρώδη κορυφή και κατέρχεται με μεγάλη κλίση προς το Μανιάκι. Νότια αυτής της ράχης υψώνεται  η ράχη του Σκάρμιγκα και βόρεια η ράχη του Κοντογονιού.

Ο Παπαφλέσσας πήγε στο Μανιάκι και ανέπτυξε τον κύριο όγκο του στρατού του στην κεντρική ράχη (Παιδεμένο – Μανιάκι ) και στις άλλες δύο τοποθέτησε παρατηρητές. Στον Σκάρμιγκα τοποθέτησε τον Μπούρα από την Καμάρα και άλλους στην ράχη του Κοντογονιού. Σε επιστολή του προς την κυβέρνηση τόνισε την ανάγκη να αποφυλακιστούν οι καπεταναίοι του Μοριά διότι πολλές επαρχίες δεν ακολούθησαν τον ίδιο γιατί παραμένουν οι Μωραϊτες στην φυλακή.

 Στις 18 του Μάη έφτασε είδηση πως ο Ιπραήμ κινείται προς το Ελληνικό στράτευμα. Ο Παπαφλέσσας , τότε, έγραψε επιστολή προς τα Καμποχώρια να φύγουν τα γυναικόπαιδα για τα ορεινά χωριά και ο ίδιος ανέβηκε στην κεντρική ράχη που είχε ανεπτυχθεί ο στρατός του.

Με διαταγή του οι Έλληνες κατασκεύασαν πρόχειρα οχυρώματα και ο καθένας τους άναψε φωτιές έτσι ώστε ο εχθρός να νομίζει πως ήτονε πολλοί. Την ίδια μέρα ο Παπαφλέσσας μίλησε στους άντρες με τον πύρινο του λόγο τους ενθάρυνε τους θύμισε τις νίκες εναντίον των Τούρκων και τους είπε πως το έθνος περιμένει να νικήσουν τους αραπάδες. Οι οπλαρχηγοί που βρίσκονταν υπο τις διαταγές του Παπαφλέσσα ύστερα από σύσκεψη αποφάσισαν να προτίνουν στον αρχηγό τους αναδίπλωθούν σε ορεινότερα σημεία, αλλά δεν τόλμησαν.

Τις απόψεις των οπλαρχηγών μετέφεραν στον Παπαφλέσσα οι φίλοι του: Παναγιώτης Κεφάλας (Δυρράχι) και ο Παπαγιώργης (Μαντινεία). Εκείνος όχι μόνο δεν επείσθη να λλάξουν θέση αλλά επετίμησε αυστηρά τους φίλους του  μιλόντας τους για τις ενισχύσεις που δήθεν θα έρχονταν από τον Πλαπούτα και τους υπόλοιπους Αρκάδες. Μίλησε επίσης για την Λεονίδειον μάχη κατά την οποία αν δεν κατάφερναν να νικήσουν, θα αδυνατούσαν τουλάχιστον τον στρατό του Ιμπραήμ. Την πρόταση των Κεφάλα-Παπαγιώργη επανέλαβε ο Πιέρος Βοϊδής – Μαυρομιχάλης αλλά μάταια , ο Παπαφλέσσας όχι μόνο αρνήθηκε αλλά υποτίμησε την φιλοπατρία του και την παλικαριά του και έτσι από φιλότιμο ο Πιέρος έμεινε και είπε : «Πάμε στα ταμπούρια μας και όποιος από μας μείνει , ας ακούσει τα μοιρολόγια των γυναικών».

Από όλα τα παραπάνω μπορούμε να διακρίνουμε πως ο Παπαφλέσσας δεν πίστευε πως θα νικούσε αλλά ήταν θέμα της αποφασιστικότητας του και της φιλοπατρίας του να μην εγκαταλείψει την θέση που κατέλαβε. Βρισκόμαστε, λοιπόν, στις 19 του Μάη  και όλοι βρίσκονται στα οχυρώματα τους τα οποία ήταν χωρισμένα σε τρεις σειρές. Στην βόρεια τοποθετήθηκε ο Παπαφλέσσας πλαισιωμένος με τους Σαμπαζιώτες και γενικά Αρκάδες , τον έμπιστο γραμματέα του Γεώργιο Τισαμένο (από το Ζαγόρι) , τον σημαιοφόρο του Δημήτριο απο την Χίο και έναν Γάλλο. Στην δεύτερη σειρά βρίσκονταν οι Μεσσήνιοι υπο τον Δημήτρη Φλέσσα και την Τρίτη οι Μανιάτες υπο τον Πιέρο Βοϊδή – Μαυρομιχάλη. Ο Παναγιώτης Μπούρας ευρισκόμενος στην κορυφή του Σκάρμιγκα επεσήμανε από μακριά τον στρατό του Ιμπραήμ και ανέφερε στον Παπαφλέσσα : «Αρχηγέ έρχονται σε τρεις κολόνες (φάλαγγες) και μας κουλουριάζουν (κυκλώνουν)»

Το στράτευμα του Ιμπραήμ ήταν περίπου 6000 στρατιώτες με πεζικό και ιππικό με επικεφαλή τον ίδιο τον Ιμπραήμ. Στην θέα των καπνών από τις φωτιές που είχαν ανάψει οι Έλληνες σταμάτησε λίγο στην τοποθεσία «χίλια χωριά» και συντεταγμένο σε Τάγματα Λόχους και Διμοιρίες με σημαίες τύμπανα και σάλπιγγες πλησίασε στις θέσεις των Ελλήνων. 

Ο μικροκαπετάνιος από την Μάνη Σταυριανός Καπετανάκης όταν είδε αυτόν τον όγκο να πλησιάζει τράπηκε σε φυγή μαζί με δέκα στρατιώτες. Δυστυχώς, κι άλλοι τον μιμήθηκαν  με αποτέλεσμα να μείνουν στις θέσεις τους 600 περίπου Έλληνες. Την ίδια μέρα ο Ιμπραήμ κατέλαβε την ράχη και την κορυφή του Σκάρμιγκα και ετοιμαζόταν για την τελική αναμέτρηση.

Το πρωί στις 20 του Μάη άρχισε η μάχη με ακροβολιστικές κινήσεις του Αιγυπτιακού στρατού. Ο Παπαφλέσσας βλέποντας την μάχη και την γενναιότητα των Αρκάδων των Μεσσήνιων και των Μανιατών θέλησε να διασώσει τον γραμματέα του τον οποίο διέταξε να πάει στον απέναντι λόφο που είχαν αφήσει τα άλογα πριν την μάχη. Ίσα που πρόλαβε να φύγει καθώς οι Αιγύπτιοι έιχαν κυκλώσει τους Έλληνες.

Ο Ιμπραημ ωθούσε διαρκώς το στράτευμα του προς τα Ελληνικά οχυρώματα σε πλήρη διάταξη μάχης. Οι επιθέσεις διαρκώς γινόντουσταν με μεγαλύτερη ένταση. Οι Αιγύπτιοι δεν υπολόγιζαν τις απώλειες τους και συνεχώς διέταζαν επιθέσεις.Πολλοί Έλληνες διέφυγαν από την χαράδρα που βρισκόταν πίσω από τις θέσεις τους. Από την άλλη πλευρά γινόταν σωρός από πτώματα Αιγυπτίων, οι Έλληνες μαχητές, αν και μια χούφτα, προκαλούσαν τρομερές απώλειες στους εχθρούς. Το μεσημέρι σταμάτησε η μάχη για να γευματίσουν οι στρατιώτες του Ιμπραήμ αλλά και για να συσκευθεί με τους επιτελείς του και αποφάσισαν να κάνουν γενική έφοδο με όλες τις δυνάμεις τους.

Οι Έλληνες απέκρουαν με επιτυχία τις λυσαλέες επιθέσεις των Αιγυπτίων. Τότε ακούσθηκαν δύο πυρά ομάδον απο το απέναντι βουνό που είχε καταφύγει ο γραμματέας του Παπαφλέσσα. Ήταν ο Πλαπούτας με 1500 στρατιώτες που είχε έρθει να ενισχύσει το Ελληνικό στράτευμα και επειδή η μορφολογία του εδάφους δεν του επέτρεπε να προσεγγίσει το μέρος της μάχης έριξε τα πυρά για να εμψυχώσει τους Έλληνες και να τρομάξει τον εχθρό.

Κατόπιν ο Ιμπραήμ διέταξε να εντείνουν οι επιθέσεις και να αναγκαστούν οι στρατιώτες να εισπηδήσουν στα οχυρώματα των Ελλήνων. Η μάχη εξελίχθηκε σε μάχη με μαχαίρια , σπαθιά ξίφη από μεριάς Ελλήνων και από την μεριά των Αιγύπτιων χρησιμοποιούσαν τα όπλα τους ως ρόπαλα. Οι νεκροί Αιγύπτιοι ο ένας πάνω στον άλλο κάλυψαν τον προμαχώνα των Ελλήνων οι οποίοι σιγά σιγά πέφτανε ηρωικά , γενναία χωρίς φόβο αλλά με περηφάνια έχοντας εκπληρώσει το χρέος τους προς την πατρίδα. Ο σημαιοφόρος του Παπαφλέσσα κατάλαβε πως ήταν ο μόνος επιζών και για να μην πέσει το λάβαρο στα χέρια των εχθρών έσχισε το ύφασμα σε λωρίδες εβγαλε τον σταυρό απο την σημαία και αφού τα έκρυψε στο στήθος του κατάφερε να διασπάσει τον κλοιό και να διαφύγει.

Μεταξύ των νεκρών της τιτανομαχίας αυτης ήταν οι : Παπαφλέσσας, Δημήτρης Φλέσσας, Πιέρος Βοϊδής Μαυρομιχάλης, ο Κακάνης , ο Κουμουνδουράκης , ο Παπαγιώργης και ο Παναγιώτης Κεφάλας ο οποίος με λίγους συμπολεμιστές του προσπάθησε να διαφύγει προς το χωριό Μαργέλι αλλά του αιγυπτιακό ιππικό τους σκότωσε όλους.

Στην μάχη του Μανιακίου έπεσαν περίπου 300 Έλληνες αλλά μεγάλο φόρο άιματος πλήρωσαν οι Αιγύπτιοι που είχαν 800 νεκρούς με εξίσου μεγάλο αριθμό τραυματιών.

Κατά το δειλινό η μάχη έλαβε τέλος, ο Ιμπραήμ διέταξε να του φέρουν το σώμα του Παπαφλέσσα. Αφού βρήκαν το σώμα του δίχως κεφάλι το έστησαν σε ένα δέντρο και αφού βρήκαν και το κέφαλι του το έστησαν στο σώμα σαν να είναι όρθιος και ζωντανός. Ο θρύλος λέει δύο εκδοχές για την «συνάντηση» του Παπαφλέσσα με τον Ιμπραήμ. Η π΄ρωτη εκδοχή λέει πως ο Ιμπραήμ έκανε μια κίνηση θαυμασμού και είπε πως «Πράγματι, αυτός ήταν γενναίος και ικανός άνθρωπος, καλύτερα να παθαίναμε άλλη τόση ζημιά αλλά να τον πιάναμε ζωντανό». Και η δεύτερη εκδοχή λέει πως αφού στήθηκε όρθιο το άψυχο κορμί του Παπαφλέσσα ο Ιμπραήμ τον ασπάστηκε στο μέτωπο δείχνοντας έτσι την αναγνώριση της ανδρειοσύνης του.

Η θυσία τόσων αγωνιστών προκάλεσε συγκίνηση σε όλη την Ελλάδα, στα Σαμπάζικα όμως προκάλεσε τεράστια θλίψη καθώς οι περισσότεροι γενναίοι πεσόντες ήτανε από τα χωριά μας.

 

 ΠΗΓΗ: Ιστορία της Φαλαισίας, του Αθ. Χριστοφιλάκη, 2001, Ένωση Πατριωτικών Σωματείων Φαλαισιωτών Αρκαδίας,