Γύρω απο τον Κολοκοτρώνη

 

Πως έκοψε το κάπνισμα – Μοραΐτικες πέρδικες  - Τον καιρό του Ιμπραήμ –
200 φούρνοι και άλλα ανεκδοτα

Ορισμένα ανέκδοτα μεγάλων ανδρώω του Εικοσιένα, που έγιναν γνωστά από αυτοβιογραφίες ή αφηγήσεις γραμματικών και συμπολεμιστών τους, μπορεί ν’αποτελούν επσυσιώδη στοιχεία για την Ιστορία, δεν παύουν όμως να προκαλούν εντύπωση σε όσους εντρυφούν στην μελέτη τους. Χάρη σ' αυτό ο ερευνητής είναι σε θέση να σχηματίσει. σαφέστερη γνώμη για την ατμόσφαιρα της εποχής, και να εκτιμήσει πληρέστερα το ήθος, το πνεύμα και το ψυχικό σθένος των ανθρώπων εκείνων, οι οποίοι, Βγαίνοντας από το σκοτάδι μιας αβάσταχτης και εξοντωτικής σκλαβιάς, υψώθηκαν στο φως κι από ταπεινά σκουλήκια γίνηκαν αετοί περήφανοι και θαυμαστοί. Για τους αναγνώστες, που μου κάνουν την τιμή να με διαβάζουν, έχω ν' αφηγηθώ μερικά από τα πολλά και χαριτωμένο ανέκδοτα γύρω από τον Γέρο του Μοριά. Ακολουθώντας κάποια χρονολογική σειρά αρχίζουμε από ένα περιστατικό τού "έλαβε χώραν", όπως έλεγαν οι λόγιοι εκείνου του καιρού, όταν ο Γέρος" ήταν ακόμη πολύ νέος. 

Η πέτρα που έχει χαραγμένη τα αρχικά του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη.
Στην πλατεία της Αγίας Σωτήρας στον Άκοβο.

 

Το κάπνισμα

Όπως ήταν αναγκασμένος από τις συνθήκες της ζωής (και από τον έρωτα της Ελευθερίας φυσικά) να τριγυρίζει αντάμα με άλλους κλέφτες στα Αρκαδικά βουνά, να πολεμάει τους Τούρκους και να περνάει δύσκολες ώρες, συνήθισε από παιδί το κάπνισμα κατά το παράδειγμα των μεγάλων, των καπεταναίων και των άλλων συντρόφων του πολεμιστών. 'Η συνήθεια δεν άργησε να εξελιχθεί σε πάθος ακατανίκητο.

- "Για ιδέστε τον Θοδωράκη, καπνίζει σά φουγάρο", λέγανε συχνά μεταξύ τους τα παλικάρια. Για να ικανοποιεί την αδυναμία του αυτή ο μελλοντικός "Αρχηγός των "Πελοποννησιακών αρμάτων", καθώς του άρεσε να υπογράφεται, φρόντιζε να είναι πάντα εφοδιασμένος με αρκετή ποσότητα καπνού, που τις περισσότερες φορές τον οικονομούσε από τους καπνοπαραγωγούς και τον έκοβε ψιλό - ψιλό με το πολεμικό του μαχαίρι. Είχε πολλά τσιμπούκια, προτιμούσε όμως ένα πολύ μακρύ, κάπου εκατό πόντους, το οποίο σε ορισμένες περιστάσεις χρησιμοποιούσε και για σωφρονιστικό όργανο.

Οταν το 1807 οι Τούρκοι βάλθηκαν να ξεπαστρέψουν τους κλέφτες του Μοριά κ' έστειλαν εκεί μεγάλα τμήματα στρατού ενισχυμένα κι από στίφη Αρβανιτάδων, ο Κολοκοτρώνης αναγκάστηκε να ξενιτευτεί. Κάμποσα χρόνια πριν η καπετάνισσα Ζαμπιά, η μητέρα του, που είχε ντυθεί στα μαύρα για το χαμό του άντρα της, είπε στα τρία της παιδιά:

- "Αχ! Πότε θα μεγαλώσετε να κόψετε με τα σπαθιά σας τους Τουρκαλάδες που σκοτώσανε τον πατέρα σας;"

Ο Χρήστος Κολοκοτρώνης, έξη – επτά χρόνων τότε, της απάντησε:

- "Εγώ, μάνα, σαν μεγαλώσω, θα σου φέρω επτά τούρκικα κεφάλια!"

- "Εγώ εκατό, και θ' ανάψουμε φωτιά να τα κάψουμε και να πηδήσουμε από πόνου",

βιάστηκε να την βεβαιώσει ο άλλος, ο Γιάννης. Ο Θοδωράκης έμενε αμίλητος. Είχε πέσει σε βαθιά συλλογή.

- "Κ' εσύ, που είσαι µεγαλύτερος, τι θα κάνης;"  Τον ρώτησε η μητέρα του.

Τινάχτηκε σα να ξυπνούσε από κάποιο λήθαργο. Την κοίταξε για λίγο κατάματα, κ’ έπειτα άνοιξε το στόμα του για να πει:

- "Τούρκικα κεφάλια, μάνα, δε βάζω εγώ στο ταγάρι μου, να μού το μαγαρίσουν. Εγώ θα διώξω τους Τούρκους από το Μοριά να γλιτώσουμε μια και καλή από δαύτους".

Αποφασισμένος να ξαναγυρίσει όταν οι καιροί θα ήταν ευνοϊκοί και το είχε για σίγουρο πως δε θ' αργούσε και να πετύχει αυτό που είχε στο νου του κ’έταξε στην καπετάνισσα μητέρα του. Κατέβηκε στα Κύθηρα, βρήκε έναν γνωστό του καραβοκύρη, τον καπετάν Πασχάλη, κ' έφυγε με τη μικρή "γαλλιώτα" του για τη Ζάκυνθο. Μα το ταξίδι κρατούσε πολύ γιατί το καράβι ήταν υποχρεωμένα να φυλάγεται από τους Τούρκους κι από τους Μπαρμπερίνους κουρσάρους. Όσον καπνό είχε μαζί του τον έσωσε. Ν' αγοράσει άλλον ήταν αδύνατο γιατί δεν μπορούσε να πιάσει σε λιμάνι ή γαλλιώπα. Παραμόνευαν οι εχθροί.

Μάταια πάσχιζε να παρηγορηθεί μ΄ ένα κομπολόι ο νεαρός πολεμιστής, που από τότε, και παλαιότερα ακόμη τον έλεγαν Γέρο, γιατί είχε μία πρώιμη ωριμότητα στη σκέψη, μάταια έκανε βόλτες στο κατάστρωμα και προσπαθούσε να ξεχαστεί με το κουβεντολόι και την παρακολούθηση της δουλειάς του τιμονιέρη ή του γεμιτζή. Ήτανε μεγάλο το κακό που τον βρήκε, ήταν αβάσταχτο.

Μιά μέρα, δυ, την τρίτη, τι σκαρφίστηκε; Έβγαλε το μαχαίρι, κ' έσκισε το μακρύ τσιμπούκι του σ" όλο το μάκρος. ΄Εσκισε και κάνα δυο από τ' άλλα. Με την μύτη του μαχαιριού έξυσε το κοίλο μέρος, μάζεψε τη σκούρα μάζα πού 'χε κολλήσει από το' πέρασμα του καπνού και την έβαλε σ" ένα από τα μικρά τσιμπούκια, που ‘χε επίτηδες φυλάξει. Αφού τ' άναψε, τράβηξε μιά ρουφηξιά. Φαρμακώθηκε από τη νικοτίνη. Πήγε να σκάση από την φούρκα του. Βλέποντας τον ο καπετάνιος τον λυπήθηκε.

- "Για συγκρατήσου", του είπε, "κάνε κομμάτι υπομονή και δε θα αργήσουμε να πιάσουμε σε κανένα λιμάνι. Εκεί δε μπορεί, θα βρούμε καπνό".

- "Και πώς θα πιάσουμε σε λιμάνι αφού δε μας αφήνει το κυνηγητό των αλλόπιστων; 'Η μπας και θέλεις να παίξουμε μονά - ζυγό την ζωή μας για τον καπνό", του απάντησε νευριασμένος.

Έπειτα αγνάντεψε τη θάλασσα κι απόμεινε για λίγο συλλογισμένσς. Άξαφνα, έκανε ένα σκίρτημα ασυνήθιστο γι’ αυτόν, που οι κινήσεις του ήτανε πάντα μετρημένες, και με μάτια που αστράφτανε από δύναμη κι αυτοπεποίθηση είπε στον εαυτό του δυνατά:

- "Μωρέ Κολοκοτρώνη! Εσύ είσαι κείνος που έβαλε στον νου του να ελευθερώσει την Πατρίδα; Ποιός; Εσύ που κοντεύεις να μουρλαθείς για ένα κακό ζακόνι;" (=συνήθεια, κουσούρι, ελάττωμα).

Άρπαξε παράφορα όλα του τα τσιμπούκια και τ" άλλα "μαραφέτια" του καπνίσματος (ίσκα, τσακμακόπετρα, ταμπακιέρα) και τα πέταξε στη θάλασσα. Αλαφρωμένος πια, σήκωσε ψηλά τα μάτια του, σταυροκσπήθηκε κ΄είπε σιγανό:

- "Δόξα Σοι, Κύριε, δόξα Σοι. Γλύτωσα από τούτο το κακό".

Πραγματικά, είχε γλιτώσει. Δεν ξανακάπνισε ποτέ. Από τότε, άμα έβλεπε κανέναν άνθρωπό του να καπνίζει, τον έβαζε μπροστά λέγοντάς του πως αληθινός άντρας θα φανεί μόνον αν μπορέσει να επιβληθεί στον εαυτό του και να κόψει "μια και καλή το φουμάρισμα".

Ο Δεσπότης

Όταν ο Κολοκοτρώνης έλυσε την πολιορκία των Πατρών (το 1822) και τράβηξε κατά την Τριπολιτσά, συναπαντήθηκε στον Πύργο μ' ένα Δεσπότη κι αυτός άρχισε να του κάνει παρατηρήσεις γιατί άφησε τη θέση του.

- "Από που είσαι, Πανιερώτατε;" Τον ρώτησε.

- "Από τη Δημητσάνα, άλλα μεγάλωσα στην Ανατολή".

- "Γνωρίζεις κάτι πουλιά που τα λένε πέρδικες και κελαηδάνε πολύ νόστιμα;"

- "Μάλιστα. ΄Εχουνε και καλό φαί".

- "Είναι τέτοια πουλιά στην Ανατολή;"

- "Είναι αλλά δεν κελαηδάνε σαν τις μοραΐτικες πέρδικες".

- "Ξέρεις γιατί; Γιατί δεν πίνουν το ίδιο νερό, το Μοραΐτικο. Να καθίσεις λοιπόν και του λόγου σου, Δέσποτα, να πιεις νερό Μοραΐτικο, και τότε θα μάθεις να κελαηδάς αλλιώτικα".

Η Γυναίκα

Όταν κάποτε πήγε μία γυναίκα να του ζητήσει κάποια χάρη, τέλειωσε τα παρακάλια της με τούτα τα λόγια:

- "Αφέντη µου, κάνε μου τούτο το καλό και σκλάβα σου να γίνω".

- "Σκλάβα μου; Τι λες, µωρή ζουρλή! Για τη λευτεριά πολεµούμε, και συ Θέλεις να γίνεις σκλάβα;" Της αποκρίθηκε.

Τουρκοβασίλης

Τον καιρό του Ιμπραήμ ο Κολοκοτρώνης, βλέποντας ότι κινδυνεύει να χαντακωθεί η Επανάσταση εξ αίτιας του "προσκυνήματος" που είχε φουντώσει, αποφάσισε να φανεί σκληρός (πρώτη και τελευταία φορά) για την σωτηρία της Πατρίδας. 'Ολες οι αναφορές έλεγαν ότι έφταιγε ο Νενέκος, ένας οπλαρχηγός που είχε γενναία πολεμήσει παλαιότερα, αλλά, καθώς ήταν παραδόπιστος και καλοπέραστής, έγινε σύµμαχος των εχθρών. Αυτός, με σατανικούς τρόπους και δολερά ταξίματα έκανε τους δυστυχισμένσυς χωρικούς, που τους βασάνιζαν οι Τούρκοι, και τις σοδειές τους τις άρπαξαν ξένοι και δικοί, να δηλώνουν υποταγή στον τύραννο και να παίρνουν συγχωροχάρτια, για να εξασφαλιστούν. Αγρίεψε, λοιπόν, ο Γέρος, άστραψε και βρόντηξε

- "Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνηµένσυς", πρόσταξε.

Όταν έβαζε την υπογραφή του κάτου από µία διαταγή που ώριζε να σκοτώσει το Νενέκο όποιος πατριώτης τον βρει μπροστά του, ένα πρωτοπαλλίκαρο τόλμησε να του πει:

- "Δε θέλει µόνο ο Νενέκος καθάρισμα. Είναι κι άλλοι πολλοί. Πρέπει όλοι να φύγουν από τη µέση".

Ό καλοκάγαθος Κολοκοτρώνης τον κοίταξε καλά με μάτια γεμάτα ανθρωπιά και του είπε:

- "Τούρκος είσαι, μωρέ Βασίλης"

Από τότε τού έμεινε του Μοραΐτη πολεμιστή το παρατσούκλι "Τουρκοβασίλης".

200 Φούρνοι

Όταν ένας Άγγλος περιηγητής τον ερώτησε πόσο μεγάλος είναι ο τόπος που γεννήθηκε, του απάντησε:

- ΄Εχει διακόσιους φούρνους.

Ό ξένος έµεινε κατάπληκτος. Πού να φανταστεί ότι κάθε σπίτι τού χωριού είχε και τον φούρνο του;

Ως πότε θα χορεύεις, Κολοκοτρώνη;

Στ΄ αποµνηµονεύματά του, μιλώντας για τις διενέξεις της εποχής (1823), λέει: "Επήγα στο Εκτελεστικό. Έχαιρέτισα τον Μαυροµιχάλη και λοιπούς και μου αποκρίθηκε ο Πετρόµπεης ότι:

- "Ως πότε θα χορεύεις, Κολοκοτρώνη;"

Και του είπα:

- "Όσο τραγουδάτε σεις, χορεύω εγώ. Παύτε τα τραγούδια, και παύω το χορό".

Η καρυδιά

Τον καιρό που τα κυβερνητικά στρατεύματα μ' επί κεφαλής τον Κωλέττη τον κυνηγούσαν (1825), ο Γέρος του Μοριά έφτασε σ" ένα χωριό της Γορτυνίας. Βλέποντας μία καρυδιά που από το λιοπύρι είχανε µαραθεί τα φύλλα της, πήγε και κάθισε από κάτου, σήκωσε το κεφάλι και είπε:

- "Τι έχεις καρυδιά μου, και παραπονιέσαι; Μπας και γιατί σε πετροβολάνε τα παιδιά; Είναι γιατί έχεις καρύδια"!

Η εντολή του Αντιβασίλεα

Πολύ παραξενεύτηκε ο Κολοκοτρώνης όταν ξύπνησε από τον ύπνο µία νύχτα κ’ είδε ένα µοίραρχο με σαράντα χωροφύλακες που πήγανε, σταλµένοι από την αντιβασιλεία, να τον συλλάβουν. Τί χρειαζότανε τόση δύναµη;

- "Έφτανε να µου στείλουν ένα µαλλιαρό σκυλί από κείνα που κάνουν θελήματα κ' ένα γράµμα να πάω στ’ Άνάπλι, και μ' ένα φανάρι στο στόμα για να φέγγει και των δυσνών μας".

Τα παπύτσια

Όταν έγινε λόγος πως θα εφαρµοσθεί στην Ελλάδα η Βαυαρική νοµοθεσία, ζητήθηκε η γνώµη του. Η απάντηση ήταν απροσδόκητη.

- "Τα παπούτσια του Χατζηπέτρου στα πόδια του Λόντου".

'Ο πρώτος ήταν ένας άντρας μεγαλόσωμσς κι ο δεύτερος πολύ μικροκαμωμένος.

 

Πηγή: "ΑΚΟΒΙΤΙΚΑ ΝΕΑ"