Ο Κολοκοτρώνης στον Άκοβο

 

O Άκοβος είναι ένα κεφαλοχώρι του Νοµού Αρκαδίας, ανάμεσα στα χωριά των Μεγάλων Αγωνιστών του 1821. Πολιανή του Πάπαφλέσσα, Δυρράχι του Παπακεφάλα, Τουρκολέκα του Νικηταρά και Άκοβο του Κολοκοτρώνη. Η µορφή και η δόξα του Μεγάλου αυτού Ανδρός είναι ανά το πανελλήνιο γνωστή. Εμείς θα ασχοληθούµε µε την καταγωγή του.

Όπως γνωρίζουμε όλοι, ο Κολοκοτρώνης γεννήθηκε κάτω από ένα δέντρο, σε µια περιοχή λεγόµενη «Ρουπάκι». Εµείς οι Ακοβίτες θα παραθέσουµε μια σειρά από χειροπιαστά ντοκουμέντα, που αποδεικνύουν ότι γεννήθηκε στο Ρουπάκι του Ακόβου. Γράφοντας την ιστορία του Ακόβου, ο Δάσκαλος Παναγιώτης Μεταξάς, παραθέτει µια σειρά αποδεικτικών στοιχείων. Από τα γραφόμενα στο 4ο τεύχος «Ακοβίτικα Νέα», στις οικογένειες (σόγια) του Ακόβου που υπάρχουν στα δηµοτολόγιά του υπάρχει και το επώνυµο Κολοκοτρώνης. Από τα απομνηµονεύματά του Ακοβίτη και γείτονα του Κολοκοτρώνη Γεωργίου Γεωργαντά (Καπετάν Γιώργαροο) που γράφτηκαν το 1845, δυο χρόνια μετά το Θάνατο του Κολοκοτρώνη, αναφέρεται ότι παίζανε μαζί παιδιά και συναγωνίζονταν στο τρέξιµο-πήδημα και σκοποβολή. Τα αποµνηµονεύματα του Καπετάν Γιώργαρου δηµοσιεύονται στο 9ο τεύχος «Ακοβίτικα Νέα».

Από την ιστορία του 1821 του κ. Στασινόπουλου γράφει στο µεγάλο διωγµό των Αγωνιστών το 1769 ότι οι Κολοκοτρωναίοι φύγανε από το Λιµποβίτσι και γυρίσανε στην Άνω Μεσσηνία, απ΄ όπου είχαν ξεκινήσει µε άλλο επώνυµο (Τσεργίνης). Ο Άκοβος τότε συμπεριλαμβάνοταν στα χωριά Άνω Μεσσηνίας. Ο µπάρμπας του Κολοκοτρώνη, ο Αναγνώστης, ήταν µόνιµος κάτοικος του Ακόβου και φυσικό είναι εκείγύρω να έμενε και ο πατέρας του Θεοδωράκη, Κωνσταντής Κολοκοτρώνης, διότι η περιοχή ήταν πιο ασφαλής και δεν πάταγε εύκολα Τούρκος.

Και τώρα η ζωή του ίδιου του Κολοκοτρώνη, που θέλουν πάρα πολλοίνα τον κάνουν συμπατριώτη τους. Μετα την προδοσία που κάνανε στον πατέρα του στον Πύργο της Καστάνιτσας (πύργος Παναγιώταρου) που σκοτώθηκε, η μάνα του πήρε τα παιδιά της και πήγε κοντά στους δικούς της στο χωριό της, την Αλωνίσταινα. Μεγαλώνοντας ο Θεοδωράκης και Θέλοντας να ακολουθήσει τα χναρια του πατέρα του, κουβαλώντας τη βαριά κληρονοµιά των προγόνων του, επέστρεψαν οικογενειακώς στον Άκοβο, κοντά στον μπάρµπα του τον Αναγνώστη για  ασφάλεια και για να συνεχίσουν το Μεγάλο Αγώνα. Οι Ακοβίτες και οι Καπεταναίοι της περιοχής τον διόρισαν αρματωλό στην επαρχία Λεονταρίου με χατήρι.

Τότε, το 1785 ήταν 15 ετών. Μετά πέντε (5) χρόνια παντρεύτηι(ε τη μικρότερη κόρη ενός προεστού και προέδρου του Ακόβου, λεγόμενοι) Καρούτσου. Ο Καρούτσος είχε τρεις κόρες, τη Μαρία που παντρεύτηκε με τον Ακοβίτη Γεώργιο Μεταξά, τη Γεωργίτσα που παντρεύτηκε µε τον καπετάν Σταµατέλο από τα Τουρκολέκα (Σταµατελόπουλο), µάνα του Νικηταρά, και η τρίτη η Αικατερίνη παντρεύτηκε με το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και επωμίσθη το βάρος και τις διώξεις του νεαρού τότε Θεοδωράκη μόλις 20 ετών το 1 790.

Ο Κολοκοτρώνης έζησε στον Άκοβο σαν απλός Ακοβίτης, με σπίτι και µε χωράφια προίκα, δώδεκα χρόνια, πέντε ελεύθερος και επτά παντρεµένος. Έχοντας µέσα του τη φλόγα της Λευτεριάς δεν τον χώραγε πλέον ο Άκοβος και άρχισε τη δράση του.

Με το µεγάλο διωγµό του 1806, ο Κολοκοτρώνης πέρασε στη Ζάκυνθο, κατετάγη στο Αγγλο-Ελληνικό Σώμα με το βαθµό του Λοχαγού, αλλά είχε την ατυχία να χάσει τηνΑκοβίτισσα γυναίκα του, που ήταν ικανή να του συµπαρασταθεί σε όλη του τη ζωή, διότι είχε τόσο µεγάλη καρδιά που θα χώραγε την πίκρα και τη δόξα του µεγάλου αυτού Ανδρός. ΄Υστερα από πάρα πολλά χρόνια οι Ακοβίτες φέρανε τα οστά της στον Άκοβο.

Όταν εσήμανε η καµπάνα της εττανάστασης - 1821 – ο Κολοκοτρώνης πέρασε πάλι στην Πελοπόννησο, πήγε στον Άκοβο που ήταν το σπίτι του και οι συγγενείς, οι συµπολεµιστές και οι φιλοι του. Αργότερα σχεδίασε τη µάχη της Δραμπάλας στον Άκοβο το 1 825, 5-7 Ιουνίου. Όταν τα στρατεύµατα του Ιμπραήµ φθάσανε στην Πολιανή και βάλανε φωτιά στα σπίτια, ο Κολοκοτρώνης µάζεψε όλους τους Ακοβίτες στην εκκλησία της Αγίας Σωτήρας, λειτουργηθήκανε από τρεις παπάδες που είχε ο Άκοβος, κοινωνήσανε όλοι και έστειλε ανθρώπους να φτιάξουν ταµπούρια στη θέση Δραμπάλα. Αυτός κάθησε δίπλα στην εκκλησία, κάτω από την πουρνάρα του, στην πέτρα που έχει γράψει το όνοµά του με τα ίδια του τα χέρια (Θ.Κ.), τους µίλησε και τους έδωσε Θάρρος και τους είπε να μην φοβούνται, ο Θεός θα τους βοηθήσει και θα ελευθερωθούν και θα φτιάξουν την εκκλησία µεγαλύτερη και έτσι έγινε το 1917. Οι Ακοβίτες φτιάξανε την εκκλησία μεγαλύτερη, στη μορφή που είναι σήµερα.

Όταν άρχισε η µάχη της Δραμπάλας, ο Κολοκοτρώνης περασε απέναντι στα Γιαννοκάµαρα και έδινε οδηγίες. Η μάχη δεν ήταν νικηφόρα, αλλά ο Ιμπραήμ έχασε πάρα πολύ στρατό και του εδόθη το µήνυμα «τι εστί Κολοκοτρώνης που αργότερα έγινε ο φόβος και ο τρόµος των Τούρκων. Πενήντα πέντε ετών πήρε τον τίτλο του «Γέρου του Μοριά».

Έκτοτε δεν γνωρίζουµε κάθε πότε ο Κολοκοτρώνης επισκεπτόταν τον Άκοβο. Αυτό που γνωρίζουµε είναι ότι έξι (6) μήνες πριν το θάνατό του επισκέφθη τον Άκοβο, αρχές Αυγούστου του 1842, κάθησε οκτώ µέρες, είδε τους συγγενείς του, τους φίλους του, τους συμπολεµιστές του, όσοι είχαν αποµείνει, εκκλησιάστηκε στη μνήµη της Αγίας Σωτήρος στις έξι (6) Αυγούστου και φεύγοντας, εδώ θέλω να θυμίσω τους στί-χους του ποιητή που λένε «εγέρασα μωρέ παιδιά, πενήντα χρόνια κλέφτης, τον ύπνο δεν εχόρτασα», ίσως και το ψωµί να µην είχαν χορτάσει οι αγωνιστές του 1821 . Αυτό που είχαν χορτάσει και είχαν γλεντήσει στην κυριολεξία ήταν το νερό. Διότι ο Άκοβος και τα γύρω χωριά Σαμπάζικα ήταν γεµάτα κρυσταλλοπηγές. ΄Ετσι λοιπόν ένα χιλιόμετρο έξω από τον Άκοβο, από τη βόρεια πλευρά στο κεντρικό δρόµο που ενώνει τον Άκοβο µε το Λεοντάρι, που ήτανε το κέντρο της εποχής εκείνης, υπάρχει η βρύση του Λεζονα.

Φτάνοντας ο Κολοκοτρώνης στη βρύση, κατέβηκε από το άλογό του, ήπιε νερό, δρόσισε το πρόσωπό του και αγνάντεψε για λίγο τη γύρω περιοχή του Ακόβου. ΄Ισως προνοώντας το θάνατό του θα την έβλεπε για τελευταία φορά. Το βλέµμα του στάθηκε ιδιαίτερα στη Ρουπακόραχη, που μπορεί να έβλεπε και το δέντρο που είχε γεννηθεί, και τη Τραπεζόραχη, που έγινε η Μάχη της Δραμπάλας, επάνω στο όρος Αγία Παρασκευή, που υπάρχει και το οµώνυμο εκκλησάκι που χρησιµοποιήθηκε για Νοσοκοµείο στη μάχη, κατεστράφη ολοσχαιρώς από τους Τούρκους και αργότερα χτίστηκε από τους ίδιους τους Κολοκοτρωναίους. Φεύγοντας από τη βρύση του Λεζονά είπε και το περίφημο «Άντε καημένε Λεζονά αρκετά σε γλέντησα. Τώρα ας σε γλεντήσουν και άλλοι». Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του Κολοκοτρώνη στον Άκοβο και στις 4 Φλεβάρη του 1843 πέθανε. Το πως και το πότε µαθεύτηκε η είδηση του θανάτου του, πως τον πενθήσανε οι Ακοβίτες, δεν γνωρίζουµε. Αυτό που γνωρίζουμε είναι ότι φεύγοντας ο μεγάλος αυτός Ήρωας από τη ζωή, στον Άκοβο άφησε  κάτι δικό του.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης 15 ετών στον Άκοβο. Αριστερά η Μητέρα και ο μπάρμπας του Αναγνώστης. (Έργο του Σωτήρη Τζαμουράνη).
 

Το σπίτι του, που αργότερα έγινε Σχολείο και τώρα είναι Πολιτιστικό Κέντρο του χωριού, την πουρνάρα και την πέτρα που καθότανε, που είχε γράψει τ΄όνοµά του Θ.Κ. µε τα ίδια του τα χέρια. Σήµερα είναι τοποθετημένη σε βάθρο στην πλατεία της εκκλησίας της Αγίας Σωτήρος, στην οποία είχε κάνει το μεγάλο τάµα. Τα χωράφια του µε το τοπονύμιο Κοτρωνισαίϊκα και το αλώνι του που βρίσκεται στη σημερινή θέση Πετραίϊκα, ανάµεσα στη Δραµπάλα και στα σύνορα του χωριού Κάτω Γιαννέικα με το σηµερινό τοπονύμιο, τα Μεταξαίικα Αλώνια. Οι Μεταξαίοι είναι πρώτου βαθμού συγγενείς του και φυσικά κληρονόµοι του.

Σήµερα στο ύψωμα της Δραμπάλας έχει εξωραιστεί η εκκλησία και ο γύρω χώρος της και έχει στηθεί Μνηµείο των Πεσόντων και ο αδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη .Ο Ανδριάντας του Κολοκοτρώνη  στήθηκε στο πιο ψηλό σημείο του Ακόβου, στην τραπεζόραχη το όρος Αγία Παρασκευή, δίπλα στο Μνηµείο των Πεσόντων, για να αγναντεύει όλο το Μοριά και να βλέπει από την Καρύταινα μέχρι τη Τριπολιτσά. Δείχνει τον Άκοβο που µεγάλωσε και ανδρώθηκε, που παντρεύτηκε, που έζησε σαν απλός Ακοβίτης, µε σπίτι, µε χωράφια (προίκα) και µε οικογένεια, διότι στον Άκοβο γεννήθηκε ο πρώτος του γιος, ο Πάνος.

Πιστεύω ότι µε τα παραπάνω στοιχεία που παραθέσαµε στο κείμενό μας θα γίνει κατανοητό σε΄όλους ότι το σπίτι του Κολοκοτρώνη δεν ήταν στο Λιµποβίτσι, αλλά στον Άκοβο. Στο Λιµποβίτσι ήταν το σπίτι του πατέρα του, του μπάρμπα του, του παππού του και του προπάππου του. Το  σπίτι του ίδιου του Κολοκοτρώνη, που τιμούν και δοξάζουν όλοι οι Έλληνες, είναι στον Άκοβο.

Τέλος, ο Άκοβος δεν διεκδικεί την καταγωγή των Κολοκοτρωναίων, αλλά τον ίδιο τον Κολοκοτρώνη. Είτε στη Ρουπακόραχη του Ακόβου γεννήθηκε, είτε σε κάποια άλλη ράχη του Μοριά, το βέβαιο είναι ότι στον Άκοβο έζησε, μεγάλωσε, ανδρώθηκε, παντρεύτηκε και απ' τον Άκοβο ξεκίνησε η κορυφαία µορφή του απελευθερωτικού Αγώνα του 1821 - Ο Αρχιστράτηγος της Λευτεριάς Θεόδωρος Κολοκοτρώνης.

Ο Κολοκοτρώνης καθότανε στου Λεζονά τη βρύση και αγνάντευε περήφανος το δόλιο το Ρουπάκι.

Βλέπει τα δέντρα πράσινα και όλα ανθισµένα και αναπολεί και σκέπτεται όλα τα περασµένα.

Θυµάται που µικρό παιδί, έπαιζε κρυφτούλι και όταν πια µεγάλωσε, φύλαγε καραούλι.

Ήταν µια µέρα λαµπερή, τρεις Απριλη, όπου εκείγεννήθηκε, δίπλα στο καριοφύλι.

Ήταν ηµέρα Πασχαλιά, δευτέρα της Λαµπρής, στον Άκοβο γεννήθηκε ο Μέγας Θεοδωρής.

Πέρασαν χρόνια είκοσι και ήρθε µιαν ημέρα στον Άκοβο παντρεύτηκε του Καρούτσου τη θυγατέρα.

Πήρε σπίτι, χωράφια προικιό και έκαμε νοικοκυριό.

Κάθησε χρόνια δώδεκα απλός σα νοικοκύρης και από τον Άκοβο ξεκίνησε σωστός καραβοκύρης.

Οδήγησε τους Έλληνες µε πονηριά µεγάλη, και φέρανε τη λευτεριά µε δόξα και µε χάρη.

Ενεργούσε πάντοτε σοφά, με τόλμη κι εξυπνάδα και αγάλµατα του στήνουνε σ΄ όλη την Ελλάδα.

Πιστεύω και ο Άκοβος έστω και αργά θα τιμήσει τον Θοδωρή και στου Λεζονά τη βρύση.

 

Πηγή: "ΑΚΟΒΙΤΙΚΑ ΝΕΑ"