Ιστορικά Δημοτικά Τραγούδια του Ακόβου

 

 

1) Μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι µαύροι Κλέφτες

Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν λαμπροφορούμε,

όλη τη μέρα Πόλεμο τη νύχτα Καραούλι.

2) Εγέρασα µωρέ Παιδιά, σαράντα χρόνια κλέφτης.

Ζεστό ψωμί δεν έφαγα, γλυκό κρασί δεν ήπια,

τον ύπνο δεν εχόρτασα και τώρ' αποσταμένος,

θέλω να πάω να κοιμηθώ, εστέρεψ' η καρδιά µου,

βρύση το αίμα τόχυσα, σταλαγματιά δεν μένει. 

 

3) Τι έχεις καημένε Ξερακιά και στέκεις μαραμένος.

Μην είν΄ τα χιόνια σου βαριά και το νερό σου κρύο;

Δεν είν΄ τα χιόνια µου βαριά και το νερό μου κρύο,

η Κλεφτουριά μ΄ αρνήθηκε και ροβολάει στους κάμπους.

 

Σημείωση: Ξερακιάς είναι ο Αρκαδικός Ταύγετος. Οι κλέφτες άφηναν τα βουνά και κατεβαίνανε στους κάμπους σε μικρές περίοδες πουσυµβιβαζόντανε με τους Τούρκους.

 

4) Λάµπει η Ήλιος στα βουνά, λάμπει και στα λαγγάδια

λάµπει και στ΄ Αρκουδόρεµα στο δόλιο το Ρουπάκι

που 'κει ΄ν΄ οι Κλέφτες οι πολλοί, οι Κολοκοτρωναίοι

πόχουν τ΄ ασήμια τα πολλά τις ασημένιες πάλες

που αυτοί δεν καταδέχονται στην γη να περπατήσουν.

Καβάλα παν΄ στην Εκκλησιά και στην Αγιά Σωτήρα

και ύστερα ξεπεζεύουνε στον ίσκιο της Πουρνάρας.

 

Σημείωση: Από τη Ακοβίτικη αυτή παραλλαγή λείπουν οι υπόλοιποι στίχοι που δεν ταιριάζουν στην ευσέβεια του Κολοκοτρώνη. Ρουπάκι είναι η τοποθεσία µεταξύ Ακόβου και Τουρκολέκα στην Ρουπακόραχη, η οποία ελέγετο Ραμούνι και Ρωμιοβούνι γιατί μεναν µόνο Έλληνες (Ρωμιοί) ενώ στους γειτονικούς οικισμούς Άκοβος και Κλόγκοβα έμεναν και ξένοι. Η Πουρνάρα ήταν ένα χιλιόχρονο δένδρο απομεινάρια της οποίας καταστράφηκαν στις πυρκαγιές του 2007. ΄Ητανε στα Ανατολικά της Αγιά Σωτήρας.

 

5) Σάββατο βάλανε βουλή οι Κλέφτες κι οι Αρµατολοί

και οι τρεις Καπεταναίοι, όλοι Κολοκοτρωναίοι.

Μεσ' στου Τζιαλντή σμείξανε κι εγλυκοφιληθήκανε.

Ο Γιάννος πάει στους Αιμυαλούς, καημένε Γιάννο, δεν ακούς.

Κι ο Γιώργος πάει στην Πιάνα, στην καημένη του τη μάνα.

Κι ο Θοδωράκης  o στρατηγός πάει στο Τζιάντε µοναχός.

 

6) Ο Θεοδωρής αγνάντευε ψηλά απ' την Κλινίτσα

που όλη η Τουρκιά σηκήθηκε και κυνηγάει τους Κλέφτες.

Σήκω Γιάννο μ' να φύγουµε στη Ζάκυνθο να πάμε

τι μας εξώσαν τα σκυλιά κι οι άπιστοι Μουρτάτες.

Εγώ θα πάω στη Ζάκυνθο από το µονοπάτι

κι εσείς κινάτε σκορπιστά κι από κοντά να ΄ρθήτε.

 

Σημείωση : Αυτά έγιναν στο μεγάλο διωγμό του 1806 που ακολούθησε µετά τον αφορισμό από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε' . Ο έλατος του Τζιαλντή ήτανε κοντά στο Ραπούνι στο δρόμο από το Χρυσοβίτσι προς την Στεµνίτσα. Η Κλινίτσα βουνό Β. της Στεμνίτσας. Ο Γιάννος ο Ζορμπάς προδόθηκε στο Ληνό της Μονής Αιμυαλών από έναν καλόγερο και ο Γιώργης πηγαίνοντας να αποχαιρετήσει την Μάνα του στην Πιάνα.

 

7) Μωρ' Περδικούλα του Μοριά κοσμοπερπατηµένη

μην είδες Κλέφτες πουθενά, τον φετεινό χειμώνα;

Πες τους να κάτσουν φρόνιμα, πολύ ταπεινωμένα.

Δεν είν' ο περυσινός καιρός, ο φετεινός χειμώνας.

Και σεις βουνά του Λονταριού, με τα πολλά λημέρια

τους Κλέφτες τι τους κάνατε, τους Κολοκοτρωναίους;

Μας είπαν πέρα πέρασαν, στην Ζάκυνθο να πάνε.

 

8) Ο Θοδωράκης κάθεται στης Ζάκυνθος το Κάστρο

βλέπει τη θάλασσα πλατειά, και τον Μοριά αλάργα.

τον πήρε το παράπονο και κάθεται και κλαίει.

 

9) Ακοβίτικη παραλλαγή στα 1821.

Ο Θοδωράκης κάθεται στης Ζάκυνθος το Κάστρο

βάνει το κιάλι και τηράει και τον Μοριά αγναντεύει:

Βλέπει του Ακόβου τα Βουνά και τις ψηλές ραχούλες,

βλέπει την Τραπεζόραχη, την ξακουστή Τραμπάλα.

Τον πήρε το παράπονο, τα κιάλια του πετάει.

Τρέχει μια βάρκα για να βρει και στον Μοριά να πάει,

για ν' ανεβεί στο Άκοβο, σε φίλους και δικούς του,

να βρει το γέρο Γεώργαρο, τον φοβερό τον κλέφτη,

για ν' αρματώσουν Κλεφτουριά να διώξουνε τους Τούρκους.

 

Σημείωση: Όλα αυτά ο Κολοκοτρώνης τα βλέπει φυσικά µε τα µάτια της ψυχής

 

Μαράθηκαν τα δέντρα κι όλα τα κλαριά

Μαράθηκε τις ο Δήμος από τα κλαύματα του

βγαίνει στα πέντε αλώνια κι αγνάντιο στο χωριό

βλέπει φωτιές και καίνε µέσα στα σπίτια του

κι ένα κακό μεγάλο μέσα στη στάνη του.

Και η Μάνα του του λέει και τον παρηγορεί

μην κλαις καϋμένε Δήμο και μην πικραίνεσαι

σου φτιάνω άλλα σπίτια σου παίρνω πρόβατα

κι ο Δήμος απαντάει και την παρατηρεί.

Δεν κλαίγω για τα σπίτια και για τα πρόβατα

μον κλαίγω τ' άρµατά µου τα ασημοστόλιστα

που πήραν οι Αραπάδες και θα µας πολεμάνε.

 

Σημείωση: Ο Δήμος ήταν από την Πολιανή και την ώρα της αιφνιδιαστικής επιδροµής του Ιμπραήµ βρέθηκε στο απέναντι βουνό, στη θέση πέντε, Αλώνια.

 

Αναδημοσίευση απο τα Ακοβίτικα Νέα, Τεύχος 11, 1993. Σελίδα  44-45.
Του Σπύρου  Κωστόπουλου