Προσκύνημα στην Δραμπάλα

 

Κατακαλόκαιρο. Πήρα το δρόμο μοναχός μου... Σκοπός μου ν’ ανέβω στην  Τραπεζόραχη. Ο απογευματινός ήλιος έστελνε τις τελευταίες χρυσακτίνες του στις κορυφές των ακοβίτικων βουνών.

Το κορμί της Τραπεζόραχης έλιαζε ακόμη τα βράχια της και ίσκιωνε σαν καβαλάρης του ονείρου, το Μεσοβούνι. Κι εκείνο με τη σειρά του, έγερνε την πλάτη του νωχελικά προς τα πίσω βουνά του Ακόβου.

Ξαγνάντησα στη λάκα της Δραμπάλας, απ’ τη δημοσιά που τραβάει ανηφορικά για τον Άκοβο. Η Δραμπάλα περικυκλωμένη ασφυκτικά απ’ τα πουρνάρια και με τους όχτους της πεσμένους, έμοια­ζε σιωπηλός μάρτυρας, και ξεπετάγονταν απ’ το ανοιχτό στόμα της, αγριόχορτα, φλόμοι, αγκοριτσές και ιστορίες παλιές. Τα βράχια γύρω της λες καθρέπτες της ιστο­ρίας, έστελναν φιλιά ψηλά στην αγέρωχη Τραπεζόραχη, για να της θυμίζουν πως το μεγαλείο της μέ­νει εκεί ασάλευτο, καθώς οι καιροί περνάνε και φεύγουν στην ατέ­λειωτη αλυσίδα του χρόνου. Πάνω της ψηλά καμιά δεκαριά κορατζίνες βολτάριζαν ανήσυχα και νόμι­ζες πως ήταν τα απομεινάρια από τους αραπάδες του Ιμπραήμ που ξέμειναν από τότε, κράζοντας απελπισμένα για το κακό που τους βρήκε. Απέναντι το χωριό χωμένο στην ησυχία του, κρατιέται ριζω­μένο εκατοντάδες χρόνια τώρα στους άγριους βράχους και στις ψυχές των ανθρώπων του.

Αριστερά η Δραμπάλα, δεξιά το Μισοβούνι. στη μέση η Λάκα

 Άκοβος, Ιούνιος 1825. Τότε ο πεινασμένος βασιλικός λύκος Ιμ­πραήμ, κατέτρωγε τη σάρκα του Μόριά τη σάρκα της Λευτεριάς. Χιλιάδες καράβια στο Ναυαρίνο μυριάδες τα μαύρα λεφούσια, ορμούσαν σαν πεινασμένα κοράκια να ξεριζώσουν ν’ αφανίσουν να κά­ψουν. Στο Νιόκαστρο και στο Μα­νιάκι έδειξαν ότι τίποτε δεν τους σταματά- και πήραν το δρόμο απ’ την Πολιανή, Άκοβο, Δραμπάλα. με σκοπό την Τρίπολη. Ο δρόμος φαινόταν ανοιχτός. Όμως στ’ Ακοίτικα βουνά οι Έλληνες είχαν αντίθετη γνώμη. Εδώ πήραν το  πρώτο μάθημα και άλλαξαν δρομολόγιο νικημένοι. Η Ιστορία κάποτε θα δώσει την αξία που ταιριάζει στην τρομερή μάχη της Δραμπάλας και οι ψυχές των ηρώων της θα αναπαυθούν ικανοποιημένες...

Πήρα το δρόμο μοναχός μου. Περπάταγα στ’ άγια χώματα της Δραμπάλας και τράβηξα τον ανήφορο. Πήγαινα καρσί προς την κορυφή της Τραπεζόραχης, μέσα απ’τους μυρωμένους θάμνους και τα γκρίζα κακοτράχαλα της πλαγιάς. Πατούσα το κοκκινόχωμα της Δραμπάλας, με το κορμί το κατάξερο το γεμάτο σχισμάδες, που έμοιαζε κουρελιασμένο χαλί από τότε που το πάτησαν οι ήρωες του 1825 και που το βάψανε κόκκινο με το άγιο αίμα τους.

Ξαφνικά μεσ’ από μια πουρνάρα πετάχτηκε τρομαγμένο ένα μαυροπούλι. Φαντάστηκα πως τούτο θάναι κάποια μαύρη ψυχή από τους χιλιάδες αραπάδες που ξεψύχησαν σε αυτούς τους βράχους, πούμεινε  απ’ τα χρόνια κείνα του πολέμου της Λευτεριάς, να κλαίει τους χαμένους συντρόφους της.

Ανέβαινα όλο και πιο ψηλά και σιγά-σιγά νόμισα πως το σώμα μου είχε γίνει χαρμάνι με βράχους, δέντρα, θάμνους, χόρτα, χώμα και μόνο το πνεύμα μου υπήρχε ατόφιο να με ανεβάζει στην κορυφή.

Σε κάποια στιγμή ένιωσα πως δεν ήμουν μοναχός. Χιλιάδες σκιές  ανάερες, με περιτριγύριζαν ερευνητικά σαν νάθελαν να μάθουν ποιος είμαι και τι σκοπούς είχα σε τούτο το λησμονημένο αγριότοπο. Μερικές μ’ ακολουθούσαν πόδι  πόδι και άλλες χάνονταν κατρακυλώντας προς τη λάκα της Δραμπάλας. Στ’ αυτιά μου άρχισαν να κουδουνίζουν παράξενα βογκητά, άγριες φωνές, κλάματα, κρότοι.

Έφτασα. Το εκκλησάκι. της Αγίας Παρασκευής στεκόταν καβάλα στο κορμί της Τραπεζόραχης. Πιο πέρα ακούγονταν κουδουνίσματα από τα ζωντανά που πήγαιναν μοναχά τους στο μαντρί τους. Προχώρησα με αποφασιστηκότητα αλλά και με δέος που αντίκρυζα το ιστορικό και ιερό τούτο εκκλησάκι. Ήθελα να προσκυνήσω της άγιες εικόνες, ν’ ανάψω ένα κεράκι, για τις ηρωικές ψυχές που αόρατες και υπερήφανες πλανιόνταν, να παρακαλέσω...

Ανοίγω την πορτούλα της εκκλησιάς και στέκομαι. Με τα μάτια ασάλευτα, την καρδιά καμπανίζοντας στα στήθια μου και την ψυχή μου να φτερουγίζει στις σκιές των αγωνιστών του 1825. Κοιτάζοντας μέσα στην εκκλησιά κατάλαβα πως δεν ήμουν μοναχός μου. Η εκκλησία γεμάτη γεμάτη με σκιές γονατισμένες να παρακαλούν, να προσεύχονται και μια απ’ αυτές να στέκεται όρθια κάτω απ’ την εικόνα του Μυστικού Δείπνου. Μου φάνηκε πως ο χρόνος χώθηκε στην | ψυχή μου και την έφερε να αιωρεί- | ται στο τότε και στο σήμερα. Μια | απέραντη γαλήνη απλώθηκε σ’ όλο μου το σώμα. Οι γονατιστές σκιές σε λίγο σηκώθηκαν, πλησίαζαν την όρθια με τα ράσα, φιλούσαν το  Ευαγγέλιο, παίρναν κοινωνιά και άρχιζαν να βγαίνουν έξω με τα αέρίνα σπαθιά στα χέρια τους. Έκανα να παραμερίσω για να περνάνε οι σκιές, όμως τα πόδια μου έμεναν καρφωμένα στην είσοδο της εκκλησιάς. Οι σκιές με τις ματωμένες φουστανέλες με πλησίαζαν και χωρίς να φαίνεται ότι τις εμπόδιζα περνούσαν μεσ’ από το σώμα μου, όπως το νερό στο σουρωτήρι, και σκόρπιζαν να πιάσουν τις πολεμίστρες τους στην Τραπεζόραχη. Πέρασαν όλες και μόνο η ρασοφόρεμένη σκιά στάθηκε μπροστά μου και στ’ αυτιά μου ήχησε η φωνή της να λέει: «Τι στέκεσαι άπραγος εκεί; Έλα πλησίασε να κοινωνήσεις και συ και τρέξε έξω. Η Ελευθερία σε περιμένει πάνω στην Τραπεζόραχη και κάτω στη Δραμπάλα». Άνοιξα το στόμα, όμως η σκιά με τα ράσα ακούμπησε το δισκοπότηρο στην Αγία Τράπεζά και χάθηκε τρέχοντας προς τα πουρνάρια.

Πλησίασα προς το ιερό. Γονάτισα και τα χείλη μου τρέμοντας ψιθύρισαν λόγια ευγνωμοσύνης στο θεό και σε κείνους τους παππούδες μας, σε κείνες τις σκιές που και τώρα ακόμη με τα γιαταγάνια στα χέρια φυλάνε τη Λευτεριά στα κακοτράχαλα της Τραπεζόραχης.

Πήρα τον κατήφορο της επιστροφής, ανάλαφρος, υπερήφανος για τους ήρωες παππούδες μας και ξαναβαπτισμένος στην κολυμπήθρα της θυσίας εκείνων των ηρώων που έχυσαν το αίμα τους στο κοκκινόχωμα της Δραμπάλας.

 

Πηγή: "ΑΚΟΒΙΤΙΚΑ ΝΕΑ"