Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και οι Κάποι Σαχλαίοι

 

Σύγκρουση μαζί τους και διαφυγή του στη Μάνη

Είναι γνωστό πως από το 1802 µέχρι το 1806 επικράτησε μία ανώμαλη κατάσταση στο Μοριά, που είχε σαν αποτέλεσμα το χαλασμό των κλεφτών από τους Τούρκους. Όμως για τον Θεοδ. Κολοκοτρώνη τα βάσανα (αµαρτίες Κολοκοτρωνέικες κατά την έκφραση του Λαού) άρχισαν πρωτύτερα από το 1797-98, όταν ήρθε σε προστριβές με τους ντόπιους Κάπους και αναγκάστηκε µε κίνδυνο της ζωής του να φύγει από τον Άκοβο.

Στον Άκοβο στους χρόνους που μιλάµε, ζούσε μια σκληρή και ισχυρή φαµίλια με πολλά αδέλφια, των Σαχλαίων, οι οποίοι είχαν διοριστεί από τον Τούρκο Μπέη του Λεονταρίου ως Κάποι στον Άκοβο και στα γύρω χωριά.

Οι Κάποι ήταν αγροφύλακες με αυξημένες εξουσίες. Είχαν και την ευθύνη της δηµόσιας τάξης στην περιοχή, με δικαίωμα να συλλαμβάνουν τους καταζητούµενους, τους κακοπληρωτές των φόρων και άλλα ανάλογα παραπτώματα. Για την σκληρότητά τους είχαν γίνει ο φόβος και ο τρόµος της περιοχής και καθώς είχαν και την υποστήριξη του Μπέη, πέρα από το καθιερωμένο χαράτσι έκαναν και διάφορους εκβιασμσύς σε βάρος των κατοίκων. Φυσικά ο Μπέης αφού έπαιρνε το μερίδιό του από το πλιάτσικο, δεν ενδιαφερόταν για τους ραγιάδες που τόσο σκληρά καταπιέζονταν από τους Κάπους του.

Από τα λεγόµενα των γεροντότερων που από γενιά σε γενιά έφτασαν και σε µας, οι Σαχλαίοι έβαλαν χέρι και στα κοπάδια του Θ. Κολοκοτρώνη. Πήραν μπροστά στα μάτια των τσοπάνων του από τα βοσκοτόπια του στον Κάµπο, κοντά στη Παναγιά, το καλύτερο αρνί του, το έσφαξαν και το 'ψηναν στη σούβλα.

Ο Θ. Κ. άμα έμαθε το συµβάν πήγε επί τόπου και πήρε το μισοψηµένο αρνί από τη ψησταριά µαζί με τη σούβλα, το, βαλε στον ώμο του και τράβηξε την ανηφόρα επιστρέφοντας στο χωριό. Όταν έφθασε στο ύψωµα της κάτω ράχης, σε απόσταση 500 μέτρων περίπου από την εκκλησία της Παναγιάς, κάθισε να ξεκουραστεί και στράφηκε αγνάντια στους Σαχλαίους και τους φώναξε όπως κράζουν τα σκυλιά "να κούτα, να κούτα' να τους δώσει τάχα τα κόκαλα. Λέγεται πως οι Σαχλαίοι αντέδρασαν και τον πυροβόλησαν.

Ακοβίτης Αγωνιστής με την σύζηγο του στον Άκοβο. έργο του Σωτήρη Τζαμουράνη.

Ο Θ. Κολοκοτρώνης αποµακρύνθηκε και δια µέσου του Ραβανέικου λόγγου, μπήκε στον Κάτω Μαχαλά του χωριού και στη συνέχεια έφτασε στο σπίτι του όπου έψησε το μισοψημένο αρνί και το 'ριξε στο γλέντι μαζί µε συγγενείς και φίλους του.  Οι Σαχλαίοι μετά την κοροϊδία που τους έγινε, πήγαν και αυτοί στα σπίτια τους και αποφάσισαν να εκδικηθούν τον Θεοδ. Κολοκοτρώνη, να τον συλλάβουν και να τον στείλουν στον Μπέη ή να τον σκοτώσουν. Λέγεται πως την όλη κίνηση τους αυτή, αντιλήφθηκε ο γείτονάς τους Νικόλαος Τσιχριτζής Μπαλίκος , ο οποίος έστειλε τη μάνα του να ειδοποιήσει τον Θεόδωρο για να λάβει τα μέτρα του.

Το βράδυ της ίδιας μέρας ο Θ. Κολοκοτρώνης βγήκε στην αγορά όπως συνήθιζε και πήγε στο µαγαζί του

χωριού που ήταν κοντά στη σημερινή πλατεία, στο παλιό σχολείο, όπου εμφανίστηκαν οι Σαχλαίοι. Για μια στιγμή σήκωσαν τα όπλα τους και απειλούσαν τον Θοδωράκη να τον σκοτώσουν. Με γρήγορη κίνηση όμως, ο παρευρισκόµενος Προεστός του Ακόβου Γεωργάκης Μεταξάς, μπατζανάκης του, μπήκε μπροστά του και έκανε το σώμα του σαν ασπίδα για να τον προστατεύσει και οι Σαχλαίοι από φόβο και σεβασμό προς τον Προεστό κατέβασαν τα όπλα τους. Στο μεταξύ επενέβησαν και άλλοι Ακσβίτες και προς στιγμή τουλάχιστον αποφεύχθηκε κάθε δυσάρεστο σε βάρος της ζωής του Θ. Κολοκοτρώνη.

Από τα λεγόμενα. στη συνέχεια επακολούθησε μεγάλη συμπλοκή µεταξύ των Σαχλαίων που είχαν τα σπίτια τους στα σηµερινά Χαπέικα και του Θ. Κολοκοτρώνη. των συγγενών και φίλων του από τα Κολοκοτρωνέικα. τα σημερινά Μεταξέικα, στη θεση Σφενταμι. Οι Ακοβίτες στο σύνολό τους τάχθηκαν τότε στο πλευρό του Θ. Κολοκοτρώνη που είχε και το δίκιο με το μέρος του και τον προφύλαξαν από την εκδικητική μανία των Σαχλαίων. Όµως ο κίνδυνος εμφανιζόταν από τον ίδιο τον Μπέη του Λεονταρίου και τους Τούρκους.

Γι, αυτό σε συνέλευση των προυχόντων του Ακόβου, που έγινε την νύχτα, αποφασίστηκε να φυγαδευτεί ο Θ. Κολοκοτρώνης και η οικογένειά του από τον Άκοβο. ΄Ετσι και έγινε και αναχώρησε αµέσως για την Μάνη. Προηγουμένως τον βοήθησαν να μαζέψει το νοικοκυριό του και έφεραν τα μουλάρια και φόρτωσαν τα πράγµατά του.

Όπως λέει η παράδοση δεκατρείς Ακοβίτες αρματωμένοι, τον συντρόφεψαν μέχρι το χωριό Αναστάσοβα - Αλαγονίας - Μεσσηνίας. Το είχαν, όπως έλεγαν, ντροπή να αφήσουν τους Σαχλαίους να κάνουν το κακό. Κάτι τέτοιο θα ήταν ντροπή για όλο το χωριό. Έχουν διασωθεί μερικά ονόματα Ακοβιτών από εκείνους που προστάτεψαν και συνόδεψαν τον Κολοκοτρώνη µέχρι την Αλαγονία, τα εξής: Γεωργάκης Μεταξάς, Γιάννης Μεταξάς, Γεώργιος Γεωργαντάς, Δημήτρης Γεωργαντάς - Σιαμαράνης, Γεώργιος Σωφρονάς, ο λεγόµενος κουφός, Γιάννης Καίσαρης - Τσαντίλης και ο Γεώργιος Βέκος.

Σύμφωνα πάντα με την παράδοση, αναφέρουμε πως η σύγκρουση Κολοκοτρώνη - Σαχλαίων την οποία περιγράψαμε, δεν ήταν το πρώτο επεισόδιο µεταξύ τους. Έδωσε απλώς την αφορµή και στις δυο μεριές να συμπλακούν για να λύσουν δυναμικά τις διαφορές τους με το γνωστό αποτέλεσμα.

Ο Θ. Κολοκοτρώνης φιλελεύθερος, γενναίος και απροσκύνητος, όπως ήταν, δεν πειθαρχούσε ούτε στον Μπέη του Λεονταρίου, ούτε στους κάπους του και όπως ήταν επόμενο δεν πλήρωνε ποτέ τους φόρους που επέβαλε ο Μπέης. Αυτό όπως ήταν φυσικό είχε εξοργίσει τους σκληρούς και ισχυρούς Σαχλαίους, οι οποίοι εμφανίζονταν αδύναµοι να επιβάλουν την "τάξη" και επιζητούσαν την κατάλληλη περίσταση για να συμπλακούν µαζί του για να τον .εξοντώσουν.

Ο Θ. Κολοκοτρώνης από τότε και έπειτα έζησε σε διάφορες περιοχές του Μοριά πολεμώντας τους Τούρκους, µέχρι τον Μάη του 1806 που κατέφυγε στη Ζάκυνθο. Στο διάστημα 1798 - 1806 πέρασε πολλές φορές από τον Άκοβο, όπου ήταν τα σπίτια του και τα κτήματα του.

Για τους Σαχλαίους λέγεται πως ύστερα από αυτό δεν ήταν δυνατό να παραμείνουν στον Άκοβο, διότι κινδύνευε η ζωή τους από τους Ακοβίτες, που τους θεωρούσαν όπως ήταν φυσικό υπαίτιους της φυγής του Κολοκοτρώνη από τον Άκοβο και της δίωξης του από τους Τούρκους. Έφυγαν οικογενειακός από τον Άκοβο για τη Μεσσηνία και εγκαταστάθηκαν κατά την παράδοση στη περιοχή της Μαυροζούµενας. Έκτοτε δεν επανήλθαν στον Άκοβο και κανείς δεν έμαθε ποτέ κάποιο νέο για την τύχη τους.

 

Πηγή: "ΑΚΟΒΙΤΙΚΑ ΝΕΑ"