Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης

 

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ήταν η ενσάρκωση του υπέρ της Ελευθερίας της Ελλάδας αγώνα. Έγινε σύμβολο. Μέσα στο πλήθος των ηρώων ήταν ο ξεχωριστός. Στάθηκε ο μεγάλος αρχηγός.

Ο μεγάλος δάσκαλος του Εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα. Ο πρωτεργάτης για τη δημιουργία της νεώτερης Ελλάδας. Οι τότε κυβερνήσεις τον «τίμησαν» για τις υπηρεσίες του με δύο φυλακίσεις και μια καταδίκη σε θάνατο, που ευτυχώς έμεινε ανεκτέλεστη και η χώρα μας αλλά και το Έθνος ολόκληρο γλίτωσε το αιώνιο ανάθεμα.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης ζει στις καρδιές όλων των απλών ανθρώπων, που είναι όμοιοι με εκείνους τους οποίους «ο Γέρος του Μόριά» είχε τη δύναμη να μεταμορφώνει από ειρηνικούς βοσκούς και γεωργούς, σε πολεμιστές άξιους να καταλαμβάνουν κάστρα δυνατά και να συντρίβουν φοβερές και πολυάριθμες στρατιές απίστων.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης γεννήθηκε, όπως αναφέρει ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, την Δευτέρα της Λαμπρής του 1770 στο Ραμοβούνι της παλιάς Μεσσηνίας, κάτω από ένα δέντρο. Πατέρας του ήταν ο περίφημος κλεφταρματολός Κωνσταντής Κολοκοτρώνης. Μητέρα του ήταν η Ζαμπέτα Κωτσάκη, η οποία  ετοιμόγεννη αναγκάστηκε να φύγει από το Λιμποβίτσι της επαρχίας Γορτυνίας μετά την αποτυχία του κινήματος του Ορλώφ και τα αντίποινα που εξαπέλυσαν οι Τούρκοι.

Τα παιδικά του χρόνια ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης τα πέρασε στη Μάνη. Το 1780 ο Τούρκος Πασάς Χασάν Τζεναερλής επιτέθηκε με 6.000 στρατό στους αγωνιστές της Καστάνιστας Λακωνίας. Στις 19 Ιουλίου του ίδιου χρόνου, μετά από ηρωική έξοδο, σκοτώθηκαν ο πατέρας του και οι περισσότεροι θείοι του. Ο μικρός Θόδωρος σώθηκε μαζί με τη μητέρα του και το θείο του Αναγνώστη Κολοκοτρώνη.. Τρία χρόνια κρυβόταν με την  οικογένειά του στην Μηλιά της Μάνης ώσπου πήγαν οι Κωτσακαίοι, τα αδέρφια της μάνας του και τους πήραν για να εγκατασταθούν στην Αλωνίσταινα.

Το 1785 σε ηλικία 15 ετών εγκαταστάθηκε με το θείο του Αναγνώστη και την οικογένειά του, στο χωριό μας τον Άκοβο και την ίδια χρονιά έγινε αρματολός στην υπηρεσία του κλεφταρματολού Ζαχαριά.

Ο νεαρός Θεόδωρος Κολοκοτρώνης στον Άκοβο στην πλατεία της Αγίας Σωτήρας στην κεντρική βρύση. Δίπλα η μητέρα του και ο μπάρμπας του Αναγνώστης. (Έργο του Σωτήρη Τζαμουράνη). 
 

 Στον Άκοβο παντρεύτηκε την κόρη του προεστού Δημήτρη Καρούτσου, Αικατερίνη, η αδελφή της οποίας με το όνομα Σοφία, ήταν η μητέρα του Νικηταρά του Τουρκοφάγου, από το χωριό Τουρκολέκα. Στον  Άκοβο έμεινε για δώδεκα χρόνια και κατά τον ίδιο «στον Άκοβο έκανε οικογένεια και απέκτησα βιός».

Οι Τούρκοι όμως είχαν βάλει σκοπό να μην αφήσουν ούτε έναν Κολοκοτρώνη ζωντανό. Τούτο αναγκάζει το Θόδωρο να καταφύγει στη Ζάκυνθο το 1806, από όπου επιστρέφει στο Μόριά στις 3 Ιανουάριου 1821 και λαμβάνει πλέον ενεργό μέρος στην επαναστάτη μένη Πελοπόννησο και μαζί με τους Μαυρομιχαλαίους, τον Παπαφλέσσα, τον Αναγνωσταρά, τον Νικηταρά και άλλους οπλαρχηγούς της περιοχής απελευθερώνει, στις 23 Μαρτίου 1821, την Καλαμάτα. Στη συνέχεια και μετά από πολλές μάχες, σε διάφορα μέρη του Μόριά πολιόρκησε και την Τριπολιτσά με αποτέλεσμα, στις 23 Σεπτεμβρίου 1821, την άλωση της πόλης από τους Έλληνες, προσδίδοντας ιδιαίτερο κύρος στον Κολοκοτρώνη, αυξάνοντας συγχρόνως τη φήμη του και καθιστώντας τον, τον πλέον αδιαμφισβήτητο ηγέτη του Αγώνα της Εθνικής μας Ανεξαρτησίας.

Ο Κολοκοτρώνης ήταν παντογνώστης, αγράμματος, σοφός. Μόνο τ' όνομα του έγραφε (σημειώνει ο Τερτσέτης) κι έγινε Στρατάρχης, Αντιπρόεδρος Εκτελεστικού (κυβερνήσεως), Αντιπρόεδρος Συμβουλίου Επικράτειας, πληρεξούσιος νομοθέτης. Ο ίδιος τον τοποθετεί στην τριάδα Ηρόδοτος,  Όμηρος, Κολοκοτρώνης, ως προς τα απομνημονεύματά του και συνεχίζει: «Πριν τα γράψει, τα χάραξε πρώτα με το σπαθί του». Πολεμικό Μωυσή των Ελλήνων τον χαρακτηρίζει ο Ακαδ. Διον. Κόκκινος και συμπληρώνει: «Εάν η Ελληνική Επανάστασις συνέβαινε, σε εποχές και καιρούς που τα μεγάλα γεγονότα και οι ανθρώπινες πράξεις υμνούντο από επικούς ποιητές, το έπος θα έπαιρνε το όνομα ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ». «Λέοντα της Ελληνικής Επανάστασης» τον αποκαλεί ο εχθρικά διακείμενος Μπαρτάλδυ.

Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης και τα παλληκάρια του στην Νεραϊδόβρυση στον Άκοβο. Έργο του Σωτήρη Τζαμουράνη.
 

Ο από 10 ετών ορφανός, και στη συνέχεια αγράμματος, πολύτεκνος και ανέστιος Κολοκοτρώνης, έβαλε το Θεό να υπογράψει για την ελευθερία των Ελλήνων. «Ο Θεός έβαλε την υπογραφή του για την ελευθερία των Ελλήνων και δεν την παίρνει πίσω». Έριξε τον επαναστατικό χείμαρρο στην σωστή κοίτη. «Το είπε ο Γέρος», έλεγαν.

Για τον Κολοκοτρώνη γράφτηκαν και θα γραφτούν πολλά. Μετά την αποφυλάκιση του (από την εις θάνατον καταδίκη του μαζί με τον εξάδελφο του Πλαπούτα) η οποία ήλθε με την ενηλικίωση του Οθωνα (20-5-1835), εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

Οι ξένοι επισκέπτες που έρχονταν τότε στη νέα πρωτεύουσα ζητούσαν αμέσως να δουν τον Κολοκοτρώνη. Έβλεπαν με έκπληξη έναν μέτριου αναστήματος ηλικιωμένο άνθρωπο, αποτρα¬βηγμένο από τη ζωή. «Αυτός είναι, έλεγαν, που αναστάτωσε τον κόσμο με τη φήμη του και τη σπαθιά που κατάφερε εναντίον μιας αυτοκρατορίας».

Ιδιαίτερη εντύπωση έκανε σε όλους ότι παρεχώρησε την αρχηγία τόσο στον Καποδίστρια, όσο και στον Οθωνα, ενός κράτους που ο ίδιος δημιούργησε. Ο Όθωνας τον έκανε αντιστράτηγο και Σύμβουλο Επικράτειας. Συμμετείχε μαζί με τους Ζαΐμη, Γεννάδιο, Κουντουριώτη στην επιτροπή εράνου για την ανέγερση του Πανεπιστημίου. Επιστατούσε καθημερινά και εχαίρετο το επιτελούμενο έργο. Ήταν σεβαστός και όλοι προσηκωνόταν στο πέρασμά του, αναγνωρίζοντας την εθνική του προσφορά. Αναλογίζονταν τους χαμένους συγγενείς του για τους οποίους γράφει στα απομνημονεύματά του: «Από τα τριανταέξι πρωτοξαδέλφια μου μόνο τα οχτώ γλίτωσαν. Δεν είναι διάσελο όπου δεν είναι θαμένος ένας Κολοκοτρώνης».

Πίστευε πως ήταν λάθος της ζωής του που δεν πήγε από εχθρικό βόλι και αισθανόμενος ένα είδος ενοχής, έλεγε: «Θέλω να πάω από μια μπατάγια».

Ο Κολοκοτρώνης είχε προαισθανθεί χο τέλος του και ζούσε με ημερότητα και καλοσύνη ενός μικρού παιδιού. «Ο χάροντας, έλεγε, δεν μου δίνει άλλη διορία. Θα πάω να ιδώ τα λημέρια μου και όσους από τους παλιούς ζούνε. Θα με ρωτήσουν από τον Κάτω Κόσμο τι κάνουν οι σύντροφοι μας στον Απάνου Κόσμο, να 'χω να τους λέω».

Έδεσε στα καπούλια του αλόγου του, με έναν ιμάντα, το μικρό του παιδί τον Πάνο Β' που είχε αποκτήσει με μια όμορφη καλόγρια τη Μαργαρίτα Βελισσάρη, που τον επεριποιείτο όταν ήταν φυλακισμένος και ξεκίνησε για το Μόριά. Όπου και αν πήγαινε όλοι έτρεχαν να τον ιδούν. Με όλους αγκαλιαζόταν και φιλιόταν. «Σας χαιρετώ τους έλεγε. Εγώ φεύγω». Φιλιώθηκε με όλους, ακόμη και με το διώκτη του υπουργό, Σχινά.

Επιστρέφοντας στην Αθήνα, πάντρεψε το γιο του Κολίνο με την κόρη του άλλοτε ηγεμόνα της Βλαχίας, Καρατζά. «Συμπεθέρεψε η γούνα με την κάπα», έλεγε.

Ο Όθωνας είχε στείλει στο σπίτι του στρατιωτική μουσική. Σε δύο ημέρες βρέθηκε καλεσμένος στο μεγάλο χορό του παλατιού. Παρακάλεσε τον βασιλιά να διατάξει να παίξουν ελληνικούς χορούς, ο ίδιος παρακινούσε όλους να πιαστούν στο χορό. Σε κάποια στιγμή ο Αν. Δεληγιάννης του είπε:

-              Την ετσαλάκωσες Στρατηγέ, (δηλ. εμέθυσες).

-              Όχι βρε άρχοντα, αλλά θέλω να γλεντήσω στα στερνά μου.

Για να μην την «αποτσαλακώσει» πήγε στο σπίτι του. Ξάπλωσε και το αίμα ανέβηκε στο κεφάλι του (προσεβλήθη καθ' ύπνον από αποπληξίαν), γράφουν οι εφημερίδες της εποχής. Δεν μπορούσε να κινηθεί.

Η γυναίκα (καλόγρια) που ζούσαν μαζί δεν κατάλαβε στην αρχή τίποτα. Μόνον κατά τις τρεις μετά τα μεσάνυχτα ένοιωσε πως ο Γέρος δεν ήταν καλά. Έφεραν τους καλύτερους γιατρούς της Αθήνας, Ρέζερ, Γλαράκη, Οικονόμου, αλλά ήταν αργά. Τον φλεβοτόμησαν, του έβαλαν βδέλλες, σινάπι (λάψανα) και χιόνι στο κεφάλι. Όταν συνήλθε για λίγο, πριν ξεψυχήσει και είδε τόσους  ανθρώπους συγκεντρωμένους γύρω του, είπε στο γιο του Γενναίο: «Σου αφήνω τόσους φίλους, όσα φύλλα έχουν τα κλαριά και φρόντισε να τους φυλάξεις».

Το νέο διαδόθηκε αστραπιαία σε όλη την πόλη. Έκλεισαν τα μαγαζιά και τα σπίτια και ο κόσμος έφθασε έξω από το σπίτι του. Ήταν η ώρα 11η πρωινή της 4ης Φεβρουάριου 1843 όταν ξεψύχησε. Το Υπουργικό Συμβούλιο διέκοψε τη συνεδρίαση του και εκήρυξε πανελλήνιο πένθος. Σε λίγη ώρα από το σπίτι του, ακουγόταν γοερό μοιρολόι:

Σε κλαίνε χώρες και χωριά
σε κλαίνε βιλαέτια
σε κλαίει η Τριπολιτσά
μαζί με την Αθήνα.

Τον έντυσαν με τη στολή του Αντιστράτηγου, του έζωσαν το σπαθί που πρωτοξεκίνησε τον Αγώνα και για να αναπαύεται η ψυχή του και να εκδικείται και μεταθανάτια το βάρβαρο Ασιάτη κατακτητή, που ταπείνωσε με το σπαθί του, του έβαλαν να πατά με τα τσαρούχια του μια τουρκική σημαία.

 

 

Πηγή: "ΑΚΟΒΙΤΙΚΑ ΝΕΑ"