Ιμπραήμ - Ο μεγάλος αντίπαλος



 Ο Ιμπραήμ Πασάς ήταν Καβαλιώτης. Την μάνα του την ξέρουμε σίγουρα. Ήταν Χριστιανή χήρα κάποιου που λεγόταν Τουρματζής. Αυτή τη χήρα Τουρματζή παντρεύτηκε ο Μεχμέτ Αλής, ο κατόπιν αρχηγός της Αιγυπτιακής δυναστείας.

Όσο για τον πατέρα του Ιμπραήμ, οι γνώμες διχάζονται. Μερικοί τον θέλουν γιο της χήρας από τον πρώτο γάμο και κάποιοι άλλοι πάλι, γνήσιο γιό του Μεχμέτ - Αλή που τον απόκτησε ύστερα από τον γάμο του με την χήρα.

Ο Ιμπραήμ

 Μάλλον ήταν γιός του Τουρματζή γιατί η διαφορά ηλικίας του Μεχ-μέτ-Αλή με τον Ιμπραήμ είναι μόλις είκοσι χρόνια και φαίνεται πιθανό, ότι τον είχε η χήρα όταν παντρεύτηκε το Μεχμέτ.

Όπως και να ναι δύο πράγματα έχουν ξεκαθαριστεί Πρώτα πρώτα ότι ο Μεχμέτ Αλής αναγνώρισε και υιοθέτησε τον Ιμπραήμ κι ύστερα ότι ο τελευταίος αυτός είχε προικισθεί από τη φύση με περίσσια εξυπνάδα, στρατιωτική ιδιοφυία, αδάμαστη θέληση και άγρια ένστικτα. Ο Μεχμέτ Αλής στα 1799 πήρε μαζί του τον 10 χρονο Ιμπραήμ στην Αίγυπτο με στρατό που έστειλε ο σουλτάνος για να πολεμήσει τους Γάλλους. Εκεί ο Ιμπραήμ ανατράφηκε από Ευρωπαίους παιδαγωγούς, αυτό όμως δεν συντέλεσε στο να ημερέψει τα άγρια ένστικτά του. Ήταν τόσο άγριος, ώστε παιδί ακόμα είχε σκοτώσει πολλούς συνομήλικούς του στο παιχνίδι "Τζιρίτ', που παιζόταν με κοντάρια που ρίχνονταν πάνω από άλογα.

Για τον λόγο αυτό ο πατέρας του τον εξόρισε στο εσωτερικό της Αιγύπτου. Κι εκεί όμως σε ηλικία μόλις 16 ετών κατάρτισε στρατιωτικά σώματα με τα οποία πολεμούσε χρόνια τις άγριες νομαδικές αραβικές φυλές που τότε είχαν κατακλύσει την Αίγυπτο και τελικά τις ανάγκασε να υποταχθούν, θα προσπαθήσουμε να περιγράφουμε παρακάτω περιληπτικά τα κυριώτερα περιστατικά που πρωτοστάτησε ο Ιμπραήμ.

Η στρατιωτική του ιδιοφυία φάνηκε κυρίως στον πόλεμο εναντίον μιας τοπικής δυνατής φυλής των Ραχαβιτών έχοντας την αρχηγία του στρατού κατόρθωσε να τους νικήσει να καταλάβει το 1818, την πρωτεύουσα Ντεραγιέ και να αιχμαλωτίσει τον αρχηγό της Αμπτουλάχ.

Ο Σουλτάνος Μαχμούτ Β' ύστερα από το κατόρθωμά του αυτό τον ονόμαοε πασά της Μέκκας και βεζίρη. Κατέκτησε δηλαδή τον ίδιο βαθμό που είχε ο πατέρας του. Ύστερα εγκαταστάθηκε στο Κάϊρο και χειριζόταν από εκεί όλες τις υποθέσεις της Αιγύπτου συγκεντρώνοντας την εμπιστοσύνη τόσο των φυλάρχων όσο και αυτού του πατέρα του.

Ολόκληρη την προσοχή του συγκέντρωσε ο Ιμπραήμ στην αναδιοργάνωση του στρατού και του στόλου, δίνοντας υψηλές θέσεις και αμοιβές στους ικανότερους Γάλλους αξιωματικούς του πεζικού και των τεχνικών των όπλων, (την εποχή αυτή στην Ευρώπη περιπλανιόντουσαν χιλιάδες παλαίμαχοι Γάλλοι, αποταχθέντες από τον γαλλικό στρατό μετά την καταστροφή του Ναπολέοντα).

Το 1824 δέχτηκε πρόταση του σουλτάνου να αναλάβει την καθυπόταξη της επαναστατημένης Ελλάδας. Δίκαια έκρινε ο σουλτάνος πως ήταν το καταλληλότερο πρόσωπο για την δύσκολη αυτή επιχείρηση. 0 Ιμπραήμ ήταν τότε 35 ετών.

Αφού διορίστηκε από τον σουλτάνο Βαλής της Κρήτης και του Μoριά συγκρότησε με τους Γάλλους οργανωτές τον τεράστιο στρατό και στόλο. Ο στρατός του περιλάμβανε 30.000 πεζούς 10 πυροβολαρχίες, 2.000 ιππείς, ένα σύνταγμα μηχανικού και 1500 άτακτους Αλβανούς. O στόλος του πάλι είχε 100 πολεμικά πλοία με 2.500 κανόνια και 300 μεταγωγικά.

Με την τεράστια λοιπόν αυτή πολεμική δύναμη, περίφημα εκπαιδευμένη εφοδιασμένη, εξοπλισμένη, έχοντας μελετήσει την ιστορία του Mεγάλου Αλέξανδρου ήθελε να χρησιμοποιήσει την αντίθετη κατεύθυνση. Ξεκίνησε λοιπόν από το Κάιρο στις 7 Ιουλίου 1824 για να σαρώσει την Ελληνική επανάσταση.

Οι Έλληνες ναύαρχοι των ναυτικών νησιών, ο Σαχτούρης, ο Μιαούλης, ο Αποστολής, οι ατρόμητοι πυρπολητές, ο Κανάρης, ο Πιπίνος , ο Παπανικολής, ο Ματρόζος. ο Βάκος. ο Βατικιώτης μπήκαν στα καράβια κπ τα πυρπολικά τους, αφήνοντας προσωρινά στην άκρη τις διαμάχες που υπήρχαν και με την γενική αρχηγία του Μιαούλη έδωσαν στις 24 και 25 Αυγούστου 1824 δύο ένδοξες ναυμαχίες ανάμεσα στην Κω και την Αλικαρνασσό. Σημαντικές ζημιές προξενήθηκαν στον Αιγυπτιακό στόλε πεντε φορτηγά πιάστηκαν, δύο από τα μεγαλύτερα πολεμικά τινάχτηκαν στον αέρα, ένα σημαντικό μέρος από τα εφόδια  του Ιμπραήμ έπεσε στα χέρια των Ελλήνων.

Αλλά και οι Αιγύπτιοι πολέμησαν γενναία. Ο ίδιος ο Ιμπραήμ εξέθετε τον ευατό του στον κίνδυνο όπως ο τελευταίος στρατιώτης. Έτσι και στα πολεμικά των Ελλήνων, προξενήθηκαν αρκετές ζημιές. Όλα σχεδόν τα σκάφη χρειάζονταν επισκευές. Για τους λόγους αυτούς ο Ελληνικός στόλος αναγκάστηκε να επιστρέψει στις βάσεις του και ο Ιμπραήμ ανενόχλητος έφτασε στη Σούδα της Κρήτης μένωντας εκεί 15 ημέρες.

Χωρίς να πατήσει το πόδι του στη στεριά ξεκίνησε για τη Ρόδο για να παραλάβει από εκεί 5.000 καινούργιους στρατιώτες και μεγάλες ποσότητες τροφίμων και πυρομαχικών που του έστειλε ο πατέρας του από την Αίγυπτο. Επιστρέφοντας στη Σούδα, αποβίβασε στρατεύματα σκόρπισε την καταστροφή και την ερήμωση στην Κρήτη και στα γύρω νησιά, αρχίζοντας ετοιμασίες για τη μεγάλη εκστρατεία στον Μόριά.

Στις 12 Φεβρουάριου έφτασε στη Μεθώνη με 4.000 πεζούς και 600 ιππείς χωρίς να συναντήσει αντίσταση και κατασκήνωσε στον κάμπο. Ο ίδιος ξαναγύρισε στην Κρήτη ξαναφόρτωσε τα καράβια του και στις 5 Μάρτη 1825 ξαναγύρισε στη Μεθώνη φέρνοντας ακόμα 7.000 πεζούς και άλλους 400 ιππείς.

Η θέση των Ελλήνων επαναστατών μπροστά σ’ αυτή τη φοβερή στρατιωτική δύναμη στις επιθέσεις του τακτικού στρατού του Ιμπραήμ, ήταν πολύ δύσκολη. Τραγικές ήττες ακολούθησαν και τρομοκράτησαν το άτακτο Ελληνικό πεζικό και το διέλυσαν. Τότε η προσωρινή κυβέρνηση συγκέντρωσε όσα στρατεύματα μπορούσε και έπιασαντο Κρεμμύδι ένα χωριό δύο ώρες μακριά από τη Μεθώνη. Κι εκεί όμως τα τμήματα του Ιμπραήμ με διοικητή το Γάλλο εξωμότη Φορέλ τους διασκόρπισαν συμπληρώνοντας την καταστροφή το ιππικό. Δύο ίλες στο Νιόκαστρο διασκόρπισαν και κατέσφαξαν μεγάλη δύναμη από Έλληνες επαναστάτες Τα φρούρια της Μεθώνης, Νεόκαστρου, Ναυαρίνου και Σφακτηρίας πέσανε στα χέρια του Ιμπραήμ και πάνω από 3.000 επαναστάτες είχαν σκοτωθεί.

Ο Ιμπραήμ με την στρατιωτική ιδιοφυία που τον διέκρινε κατάλαβε πως παρά τις μέχρι τώρα νίκες του δε θα μπορούσε να υποτάξει την Πελοπόννησο. Ήξερε πως το μάκρεμα ενός πολέμου σ' ένα έδαφος φανατικά εχθρικό μπορούσε να έχει δυσάρεστα αποτελέσματα. Άλλαξε λοιπόν τακτική αρχίζοντας να προσελκύει τους Έλληνες δίνοντας υποσχέσεις στο λαό και αλλάζοντας την συμπεριφορά του στους επαναστάτες. Τα πράγματα όμως έδειξαν γρήγορα πως τίποτε δεν θα κατάφερνε με αυτόν τον τρόπο και τότε έδειξε σ' όλη τους την έκταση τα άγρια ένστικτα που κυριαρχούσαν στη ψυχή του. Λίγες μέρες αργότερα αφού συγκρότησε πολυάριθμη και ισχυρή φάλαγγα, ξεκίνησε για τη Μεσσηνία. Στον δρόμο συνάντησε ισχυρή αντίσταση. Ο Πολιανίτης Παπαφλέσσας με τον Δυοραχίτη Κεφάλα και με 1600 επαναστάτες (12 από τους οποίους Ακοβίτες)  ταμπουρωμένους στους βράχους του Μανιακίου τον σταμάτησε. Έδωσε τρομερή διήμερη μάχη με τον θρυλικό ρασοφόρο σ' ένα από τα ηρωικότερά επεισόδια του αγώνα. Αφού άφησε 1000 νεκρούς στους βράχους του Μανιακίου πέρασε στον Μεσσηνιακό κάμπο. Χωρίς να συναντήσει αντίσταση την έκαψε και αυτή και τράβηξε για τη Μάνη. Στον Αλμυρό, 6 χλμ. από την Καλαμάτα όπου είναι και τα δυτικά σύνορα της Μάνης 3.000 Μανιάτες βρίσκονται ταμπουρωμένοι με απόφαση να μην τον αφήσουν να περάσει στην πατρίδα τους. Δύο μερόνυχτα τους πολεμάει αδιάκοπα αλλά δεν κατάφερε να προχωρήσει και αναγκάστηκε να ξαναγυρίσει στην Καλαμάτα, αφήνοντας πίσω στις πλαγιές του βουνού Σέλιτσας, πυκνό στρώμα από πτώματα τπρατιωτών του.

Αφού στη συνέχεια έμεινε 2-3 μέρες στην Καλαμάτα για να ξεκουραστεί ο στρατός του, προχώρησε μέσω Ακόβου ποος την Τρίπολη. Στον ΆκοΒο και συγκεκριμένα στο ύψωμα Δραμπάλα βρήκε σθεναρή αντίσταση από τους επαναστάτες που είχαν συγκεντρωθεί από τον Θ. Κολοκοτρώνη, τον γιο του Γενναίο, τον Κανέλλο Δεληγιάννη και άλλους αρχηγούς. Έδωσε μάχη ανέτρεψε τους επαναστάτες και προχώρησε προς την Τρίπολη η οποία είχε εξαντληθεί. Χωρίς να βρει άλλη αντίσταση πέρασε την Τρίπολη, κυρίεψε το Άργος, το έκαψε και ο ίδιος με 80 διαλεγμένους ιππείς έφτασε μέχρι τις πόρτες του Ναυπλίου που ήταν η έδρα της Ελληνικής Κυβέρνησης. Ύστερα προσέβαλε τους Μύλους της Λέρνης, όπου αποκρούστηκε από τον Δημήτριο Υψηλάντη, τον Μακρυγιάννη κι ένα λόχο Φιλελλήνων και ξαναγύρισε στην Τρίπολη σκορπίζοντας παντού στο πέρασμά του την καταστροφή και την ερήμωση.

Η Μάχη της Δραμπάλας.(Εργο του Σωτήρη Τζαμουράνη). 

 Έτσι πριν τελειώσει ο πόλεμος βρέθηκε κυρίαρχος ολόκληρης της Πελοποννήσου εκτός από τη Μάνη στα βουνά της οποίας κατέφυγαν όσοι πολεμιστές διασώθηκαν και το Ναύπλιο που ήταν όπως προείπαμε έδρα της Ελληνικής Κυβέρνησης και που είχαν μαζευτεί χιλιάδες πεινασμένα γυναικόπαιδα, όσα είχαν γλυτώσει από την αιχμαλωσία και το μαχαίρι του Ιμπραήμ.

Στις 14 Δεκεμβρίου ο Ιμπραήμ έφτασε στην Πάτρα με προορισμό το Μεσολόγγι για να ενισχύσει την εκεί πολιορκία που έκανε ο Μεχμέτ - Ρεσίτ πασάς. Όταν έπεσε το Μεσολόγγι ξαναγύρισε στην Πελοπόννησο και επιτέθηκε εναντίον του Μεγάλου Σπηλαίου όπου βρήκε σκληρή αντίσταση και αναγκάστηκε να ξαναγυρίσει στη Μεθώνη. Ύστερα από 3 μήνες, αποφάσισε για δεύτερη φορά μεγάλη εκστρατεία εναντίον της Μάνης. Στον Αλμυρό,  το Δυρό, το Κακοσκάλι της Ανδρούβιτσας και στο Πολυάραβο, έπαθε μεγάλες καταστροφές και αναγκάστηκε να υποχωρήσει.

Με όλες του όμως τις στρατιωτικές επιτυχίες ο Ιμπραήμ δεν κατόρθωσε να υποτάξει ολοκληρωτικά την Πελοπόννησο και έπαψαν να του έρχονται ονούργιες ενισχύσεις από την Αίγυπτο. Άρχισε τότε να εφαρμόζει μια παλιά μλεθοδο διατάζοντας δηλαδή τους στρατιώτες του να μην ενοχλούν τους κατοίκους να μην προκαλούν ζημιές στις σοδειές τους και να τους πληρώνουν ό,τι επαρναν για τη διατροφή τους, μοιράζοντας ακόμα και ουγχωροχάρτια σε όσους δήλωναν υποταγή. Όλα αυτά τα εξουδετέρωσε ο Κολοκοτρώνης σκοτώνοντας τον προσκυνημένο οπλαρχηγό Νενέκο και βάζοντας φωτιά στα σπίτια και χωριά όσων λιποψυχούσαν.

Ο Ιμπραήμ βρέθηκε σε δύσκολη θέση, αραίωσε αρκετά ο στρατός του από τις αρρώστιες και τον κλεφτοπόλεμο των επαναστατών. Πράτεινε τότε στον Σουλτάνο, να εξανδραποδίσουν όλους τους κατοίκους από την Πελοπόννησο και να την αποικίσουν με Αιγυπτίους και αραπάδες.

Παρ' όλα όμως αυτά η επανάσταση περνούσε τη δυσκολότερη καμπή της. Ύστερα από την ηρωική έξοδο του Μεσολογγίου και την πτώση της Ακροπόλεως των Αθηνών ο Ιμπραήμ ετοιμαζόταν να καταστρέψει την Ύδρα, να πολιορκήσει το Ναύπλιο που αποτελούσαν τα δύο τελευταία φρούρια ύστερα από τη Μάνη, που ευρίσκονταν στα χέρια των επαναστατών. Η καταστροφή του στόλου του στο Ναυαρίνο και η συνθήκη που υπέγραψε ο πατέρας του στην Αλεξάνδρεια τον υποχρέωσαν να φύγει από την Ελλάδα. Στις 10 Οκτωβρίου 1828 με ότι απέμεινε από τον στόλο του έφυγε για την Αίγυπτο παίρνοντας μαζί του 3.000 γυναικόπαιδα και αιχμάλωτους Έλληνες και τους εγκατέστησε στο Κάιρο σε ιδιαίτερη συνοικία που ονομάστηκε Μοραλία επειδή οι κάτοικοι του προέρχονταν από τον Μοριά.

Στην Αίγυπτο ο Ιμπραήμ δεν έμεινε άπρακτος. Κατάρτισε πάλι τον ισχυρό στρατό και στόλο και κατέλαβε τη Συρία. Στις 20 Δεκεμβρίου 1832 νίκησε τον μεγάλο Βεζύρη του Σουλτάνου Μεχμέτ Ρεσίτ πασά με τον οποίο 7 χρόνια νωρίτερα είχε συμπολεμήσει στο Μεσολόγγι.

Στα 1839 κήρυξε για δεύτερη φορά τον πόλεμο εναντίον της Τουρκίας και αφού κατατρόπωσε στην Νεζίβ 60.000 στρατό που έστειλε ο σουλτάνος εναντίον του, προχώρησε να καταλάβει την ίδια την Κωνσταντινούπολη και θα το κατόρθωνε. Η διάλυση όμως της Οθωμανικής αυτοκρατορίας θεωρήθηκε ασύμφορη από τις δυνάμεις της Ευρώπης. Για τον λόγο αυτό οι στόλοι της Αγγλίας, Πρωοίας, Αυστρίας και Ρωσίας, απέκλεισαν τα παράλια της Συρίας και υποχρέωσαν τον Ιμπραήμ να υπογράψει με κρύα καρδιά, συνθήκη με την οποία η Αίγυπτος έχανε και την Συρία. Στην επιχείρηση αυτή πήρε μέρος και η Ελλάδα με δύο πλοία της.

Στα 1844 ο Ιμπραήμ έπαθε φυματίωση και πήγε στην Ιταλία για θεραπεία. Στα 1848 με πρόσκληση του σουλτάνου Αβδούλ-Μετζίτ πήγε στην Κωνσταντινούπολη και πήρε επίσημα τον τίτλο του αντιβασιλέα της Αιγύπτου, αντικαθιστώντας έτσι τον πατέρα του που είχε πάθει γεροντική παράλυση.

Στο Κάιρο έβαλε στόχο να ολοκληρώσει την αναμορφωτική προσπάθεια οργανώνοντας την εκπαίδευση την έκανε υποχρεωτική και έβαλε τις βάσεις για τη δημιουργία μεγάλων εκπολιτιστικών έργων.

Η υγεία του όμως μέρα με τη μέρα χειροτέρευε και δεν του επέτρεπε να αναπτύξει όλη του τη δραστηριότητα. Πριν κλείσει χρόνος από την επιστροφή του στην Αίγυπτο πέθανε από δυσεντερία λίγους μήνες πριν από το θάνατο του πατέρα του.

Αφησε ένα γιο τον Ισμαήλ που βασίλεψε στην Αίγυπτο από το 1863 μέχρι το 1879 και υπήρξε η πιο ευγενική φυσιογνωμία της Αιγυπτιακής δυναστείας. Είχε άρτια Ευρωπαϊκή εκπαίδευση, όπως και ο πατέρας του συνεχίζοντας με πίστη το εκπολιτιστικό έργο του. Η περίοδος της βασιλείας του, συνδέεται με τη δημιουργία των μεγαλύτερων έργων πολιτισμού της Αιγύπτου ανάμεσα στα οποία είναι και η διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ.

Αυτός ήταν ο Ιμπραήμ που τ' όνομά του συνδέθηκε τόσο πολύ με την Ελληνική επανάσταση του 1821. Στάθηκε ο σκληρότερος και ο πιο επικίνδυνος αντίπαλός μας. Κανείς όμως δε μπορεί ν' αρνηθεί ότι ήταν γενναίος στρατιώτης και άξιος Αρχηγός.

 

Πηγή: "ΑΚΟΒΙΤΙΚΑ ΝΕΑ"